Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου: Η χριστιανική μαρτυρία και η σπουδή της παγκοσμίως στον περίεργο 21ο αιώνα





Μια χαρτογράφηση

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύναξη 126 (2013), σσ. 81-85.

Υπό ποιάν έννοια είναι περίεργος ο 21ος αιώνας; Για πολλούς λόγους μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, και κυρίως για όλα αυτά που ξαφνιάζουν και αποδομούν τις κοινωνίες (κυριαρχία των αγορών, έκλειψη της πολιτικής, ανάνηψη των μισαλλοδοξιών), σε αντιδιαστολή προς την αισιοδοξία και ευφορία με την οποία έκλεισε ο 20ός αιώνα. Ωστόσο, ο 21ος αιώνας είναι ιδιαίτερα περίεργος όσον αφορά ένα ειδικό πεδίο, τις χριστιανικές παρουσίες στην υφήλιο, πεδίο όπου βρίσκεται σε εξέλιξη μια αλλαγή, ίσως μεγαλύτερης έντασης από τις προαναφερθείσες.
Στις αρχές του 20ού αιώνα το 80% των Χριστιανών όλου του κόσμου ζούσε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Ήδη, όμως, στα τέλη του αιώνα, το 60% βρισκόταν στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, ενώ μεγάλα τμήματα του δυτικού πληθυσμού (και ιδίως της δυτικής Ευρώπης) περνούσε σε αποχριστιανισμό. Η πλάστιγγα αυτή συνεχίζει να γέρνει κατ’ αυτόν τον τρόπο και στον αιώνα που διανύουμε. Με την οδυνηρή εξαίρεση ιστορικών χριστιανικών κοινοτήτων που συνθλίβονται από το φανατικό Ισλάμ σε σημεία της εγγύς και μέσης Ανατολή, οι εκτός δυτικού κόσμου χριστιανικές παρουσίες εμφανίζουν έναν δυναμισμό, ο οποίος κάνει ορισμένους να υποθέτουν ότι περί το 2025, αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά και απρόσμενα, οι ευρωπαίοι Χριστιανοί θα καταλαμβάνουν πια την τρίτη πληθυσμιακή θέση, ενώ η Αφρική και η Λατινική Αμερική θα ανταγωνίζονται για τον τίτλο της χριστιανικότερης (πάντα από πλευράς πληθυσμού) ηπείρου, με την Κίνα να παραμένει περίπου αστάθμητος παράγοντας προσώρας.  Η εικόνα γίνεται συνθετότερη, αν ληφθεί υπόψη και η συνεχιζόμενη παγκόσμια μετακίνηση πληθυσμών, η οποία έφερε στα έγκατα των δυτικών κοινωνιών όχι μόνο το Ισλάμ (πράγμα το οποίο μονοπωλεί συνήθως την προσοχή), αλλά και μορφές Χριστιανισμού που έχουν σχηματιστεί στον Τρίτο Κόσμο. Έτσι, σήμερα απαντάται και το φαινόμενο, στον αποχριστιανιζόμενο δυτικό κόσμο να ασκείται χριστιανική ιεραποστολή εκ μέρους μεταναστών[1].
Το όλο ζήτημα έχει καίρια σημασία, διότι αφορά τη ρεαλιστική επίγνωση της εκάστοτε πραγματικότητας. Ο χριστιανικός χώρος, με όλες του τις αποκλίσεις, τις διαφοροποιήσεις και τα βραχυκυκλώματα, είναι ένας χώρος δυναμικός, πολλά ρεύματα του οποίου βρίσκονται σε ρευστότητα. Πολλές χριστιανικές ταυτότητες αναπλάθονται, μέσα από μια διάθεση αναστοχασμού και ανταπόκρισης στις αγωνίες του κόσμου, άλλοτε με εναργή τα ευαγγελικά κριτήρια και άλλοτε συσκοτισμένα. Έτσι, η σπουδή της χριστιανικής μαρτυρίας αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα και αμεσότητα.
Το 1993, επτά χρόνια πριν την ανατολή της νέας χιλιετίας, εκδόθηκε ένας συλλογικός τόμος με βασικό ερώτημα το μέλλον της χριστιανικής ιεραποστολής κατά τον νέο αιώνα που πλησίαζε. Ο Άλαν Νήλυ, καθηγητής ιεραποστολικής στο Θεολογικό Σεμινάριο του Πρίνστον ξεκινούσε το κείμενό του με μια διαπίστωση: Πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια το γνωστικό αντικείμενο της ιεραποστολικής βρισκόταν σε άμεση αμφισβήτηση. Οι έδρες της ιεραποστολικής απέμεναν κενές και το μάθημα απαλειφόταν, στα χέρια μιας γενιάς η οποία ήθελε αγωνιωδώς να αποστασιοποιηθεί από τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία. Και όμως, πριν ακόμη εκπνεύσει ο 20ός αιώνας, η έννοια της μαρτυρίας και της ιεραποστολής πέρασε σε φάση ανάκαμψης, κριτικού αναπροσανατολισμού, διεύρυνσης και αναζωπύρωσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Νήλυ κατέληγε ότι το ερώτημα πλέον δεν ήταν αν θα συνεχιστεί η διδασκαλία της ιεραποστολικής στον 21ο αιώνα, αλλά ποια θα είναι η φυσιογνωμία και το περιεχόμενό της[2].
Σύμφωνα με μια πρόσφατη καταγραφή[3], σήμερα υπάρχουν παγκοσμίως τριάντα ακαδημαϊκές ενώσεις ειδικών της Ιεραποστολικής, οι οποίες μελετούν, συζητούν, διοργανώνουν συνέδρια και εκδίδουν περιοδικά. Η αρχαιότερη εν ενεργεία είναι η «Γερμανική Εταιρεία Ιεραποστολικής» («Deutsche Gesellschaft für Missionswissenschaft»), που ιδρύθηκε το 1918, και η νεώτερη η «Ιαπωνική Εταιρεία Ιεραποστολικής» («Japan Missiological Society»), που συγκροτήθηκε το 2005. Ο επτά εκ των τριάντα ενώσεων ιδρύθηκαν από το 2000 και μετά. 
Παράλληλα λειτουργούν πανεπιστημιακά ινστιτούτα ή τμήματα, όπως το «Σουηδικό Ινστιτούτο Ιεραποστολικών Ερευνών» («Svenska Institutet för Missionsforskning») στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, το «Κέντρο Διαπολιτισμικής Θεολογίας, Διαθρησκειακού Διαλόγου, Ιεραποστολικής και Οικουμενισμού» («Centre for Intercultural theology, Interreligious dialogue, Missiology and Ecumenism») στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, το «Κέντρο Μελέτης του Παγκόσμιου Χριστιανισμού» («Centre for the Study of World Christianity») στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου κ.ά.  Η δουλειά αυτών των ινστιτούτων είναι πολύ σημαντική, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ορισμένα πανεπιστημιακά περιβάλλοντα παραμένουν δύστροπα προς την έννοια της ιεραποστολής, είτε διότι αγνοούν ότι από την εποχή της αποικιοκρατίας οι ιεραποστολικές αντιλήψεις έχουν αλλάξει ριζικά, είτε διότι προτιμούν τις γενικές θρησκευτικές σπουδές, χωρίς τη δυναμική της μαρτυρίας και της συνάντησης με τον κόσμο. Από την άλλη, όμως, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η διαπίστωση ότι οι ιεραποστολικές σπουδές δεν αναπτύσσονται μόνο στους ειδικούς χώρους που προαναφέραμε, αλλά συχνά αποτελούν παράμετρο άλλων ερευνητικών προσπαθειών, όπως, λ.χ., της ιστορίας, της ανθρωπολογίας και της πολιτικής επιστήμης. Tέλος υπάρχουν και ευρύτερα δίκτυα – fora, τα οποία φέρνουν σε επαφή και διάλογο ενώσεις και πρόσωπα. Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι αρκετά τέτοια δίκτυα δημιουργήθηκαν μετά το 2000, στον Τρίτο Κόσμο (όπως το «Ιεραποστολικό Φόρουμ της Μπανγκόκ» το 2004 και το «Κορεατικό Φόρουμ Ιεραποστολικής» το 2005)[4].
Χαρακτηριστικά είναι τα θέματα που έχουν προγραμματιστεί να συζητηθούν στις ετήσιες συναντήσεις και τα συνέδρια ιεραποστολικών ενώσεων και πανεπιστημιακών ινστιτούτων για το τρέχον έτος. Τη στιγμή που γραφόταν το παρόν σημείωμα, η «Ένωση Καθηγητών Ιεραποστολικής» («Association of Professors of Mission») ετοίμαζε τη συνάντησή της με θέμα «Κοινωνική συμμετοχή. Η πρόκληση του ‘κοινωνικού’ στην ιεραποστολική εκπαίδευση» (20-21 Ιουνίου), η δε «Αμερικανική Εταιρεία Ιεραποστολικής» («American Society of Missiology») τη δική της με θέμα  «Το μέλλον του μαθήματος της Ιεραποστολικής» (21-23 Ιουνίου, αμφότερα στο Wheaton College του Ιλλινόις). Το «Κέντρο Μελέτης του Αφρικανικού και του Ασιατικού Χριστιανισμού “Άντριου Γουώλς[5]”» («The Andrew Walls Centre for the Study of African and Asian Christianity») πραγματοποιεί συνέδριο με θέμα «Πιετισμός – Μεθοδισμός – Παγκόσμιος Χριστιανισμός» (21-23 Ιουνίου, στο Liverpool Hope University της Βρετανίας). Η «Ομάδα Γέηλ - Εδιμβούργου για την ιστορία της ιεραποστολικής κίνησης και του παγκόσμιου Χριστιανισμού» («The Yale - Edinburgh Group on the History of the Missionary Movement and World Christianity», την οποία στηρίζει το «Κέντρο Μελέτης του Παγκόσμιου Χριστιανισμού» του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γέηλ), διοργανώνει συνέδριο με θέμα «Υγεία, θεραπεία και ιατρική στην ιστορία τω χριστιανικών ιεραποστολών και του παγκόσμιου Χριστιανισμού» (27-29 Ιουνίου, στη Θεολογική Σχολή του Γέηλ). Η «Συμμαχία για την Ευάλωτη Ιεραποστολή»  («Alliance for Vulnerable MIssion») διοργανώνει δύο συναντήσεις σχετικά με την έννοια της «ευάλωτης ιεραποστολής», η οποία, σε γενικές γραμμές, σημαίνει δραστηριότητα έξω από τον δυτικό κόσμο, επί τη βάσει τοπικών γλωσσών και τοπικών μέσων (24 Σεπτεμβρίου στην Καλιφόρνια και 14-16 Νοεμβρίου στο Νόριτς της Βρετανίας). Τέλος, η «Καθολική Ιεραποστολική Ένωση των Ηνωμένων Πολιτειών» («United States Catholic Mission Association») θα συνέλθει με θέμα τα «Κοινωνικά δίκτυα. Μια νέα γλώσσα για την ιεραποστολή» (25-27 Οκτωβρίου, στο Σαιντ Λιούις του Μιζούρι)[6].
Παρόμοια κινητικότητα παρατηρείται και όσον αφορά τα περιοδικά ιεραποστολικών σπουδών και προβληματισμού. Πρόσφατη καταγραφή[7] ανεβάζει τον αριθμό τους στα 76. Πολλά εκδίδονται εντύπως και ηλεκτρονικώς ταυτοχρόνως, άλλα μόνο ηλεκτρονικώς και μερικά μόνο εντύπως[8]. Εδρεύουν σε διάφορα μέρη της υφηλίου, άλλα έχουν ομολογιακή και άλλα οικουμενική φυσιογνωμία, άλλα επικεντρώνουν στα ζητούμενα μιας γεωπολιτισμικής ενότητας, άλλα φιλοξενούν ευρύτερους προβληματισμούς. Από πλευράς γλωσσών κυριαρχούν τα αγγλικά, ακολουθούν γαλλικά ή γερμανικά, εμφανίζονται όμως και γλώσσες όπως ισπανικά, νορβηγικά, ολλανδικά, κορεάτικα, ιαπωνικά, ινδονησιακά (άλλοτε με παράλληλη αγγλική έκδοση, άλλοτε όχι). Στην καταγραφή δεν θα βρούμε Ορθόδοξη παρουσία, ούτε στα ελληνικά ούτε σε άλλη γλώσσα. 
Αλλά και στην καταγραφή των ιεραποστολικών ενώσεων και ινστιτούτων, που αναφέραμε παραπάνω, θεσμική Ορθόδοξη παρουσία (δηλαδή όχι απλώς περιστασιακή παρουσία ατόμων) μπορεί να υποψιαστεί κανείς μόνο στην περίπτωση της «Κεντροευρωπαϊκής και Ανατολικοευρωπαϊκής  Ένωσης Ιεραποστολικών Σπουδών («Central and Eastern European Association for Mission Studies»), που ιδρύθηκε το 2002 και την οποία συγκροτούν φορείς διαφόρων ομολογιών, ανάμεσα στους οποίους και το «Ορθόδοξο Ερευνητικό Ινστιτούτο Ιεραποστολικής, Οικουμενισμού και Νέων Θρησκευτικών Κινήσεων» της Αγίας Πετρούπολης, το οποίο όμως αποτελεί μια ιδιότυπη ρωσική παρουσία και εργάζεται διομολογιακά[9]. Πέραν τούτου, όμως, απουσιάζουν ολότελα από την εν λόγω καταγραφή φορείς όπως το «Ιεραποστολικό Ινστιτούτο του Ορθόδοξου Χριστιανισμού («Missions Institute of Orthodox Christianity»), που λειτουργεί στη Βοστώνη από το 2010 στο πλαίσιο του Ελληνικού Κολλεγίου και της Ελληνορθόδοξης Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού.
Μια έρευνα και καταγραφή της ύπαρξης ή  της ανυπαρξίας ιεραποστολικών σπουδών και μελέτης του σύγχρονου παγκόσμιου Χριστιανισμού (μιας μελέτης που υπερβαίνει την εξέταση της οικουμενικής κίνησης) στον Ορθόδοξο θεολογικό και εκκλησιαστικό χώρο, είναι, ομολογουμένως,  ένα εγχείρημα που ο γράφων έχει ξεκινήσει. Αν το δύσβατο του εδάφους θα επιτρέψει την ολοκλήρωση αυτής της πορείας, παραμένει ερώτημα ανοιχτό.





[1] Βλ. Peter Vethanayagamony, “Mission from the Rest to the West”, Mission after Christendom. Emergent Themes in Contemporary Mission (επιμ. Ogbu U. Kalu, Peter  Vethanayagamony, Edmund Kee-Fook Chia), εκδ. Westminter John Knox Press, Louisville, Kentucky 2010, σσ. 59-61. Πρβλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Αποτύπωση της χριστιανικής πραγματικότητας ανά την υφήλιο», Νέα Εστία 1849 (2011), σσ. 779-782.
[2] Alan Neely, “The Teaching of Mission”, Toward the 21st Century in Christian Mission (επιμ. James M. Phillips & Robert T. Coote), εκδ. Eerdmans, Grand Rapids, Michigan 1993, σσ. 269-270.
[3] Gerald H. Anderson, “Professional Academic Associations for Mission Studies”, International Bulletin of Missionary Research 37.1 (1013), σσ. 13-16.
[4] Anderson, ό.π., σ. 16.
[5] Ο Andrew F. Walls (1928 - ) είναι διακεκριμένος ειδικός της Ιεραποστολικής και ερευνητής του αφρικανικού Χριστιανισμού, ο οποίος, συν τοις άλλοις, διετέλεσε διευθυντής του περίφημου το «Κέντρου Μελέτης του Παγκόσμιου Χριστιανισμού» στο Εδιμβούργο. Χαρακτηριστικό είναι το βιβλίο του The Cross-Cultural Process in Christian History. Studies in the Transmission and Appropriation of Faith, εκδ.  Orbis Books, Maryknoll, New York, 2002.
[6] Βλ. International Bulletin of Missionary Research 37.2 (1013), σ. 110.
[7] Πρβλ. προηγούμενη αναφορά μου: «(Ιερ)αποστολ(ικ)ή: Μια υπόθεση με πάρα πολλές παρενθέσεις. Ζητήματα σπουδής, από την Ευρώπη μέχρι τον Τρίτο Κόσμο σήμερα», Σύναξη 103 (2007), σσ. 67-76 και, επεξεργασμένο, στο βιβλίο μου: Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 22009, σσ. 307-324.
[8] Jonathan J. Bonk, Erica Stalcup, Wendy Jennings, Dwight P. Baker, “Missiological Journals. A Checklist”, International Bulletin of Missionary Research 37.1 (1013), σσ. 42-49. Η καταλογογράφηση δίνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία κάθε περιοδικού: διευθυντή, έτος ίδρυσης, θεολογικό προσανατολισμό, συχνότητα έκδοσης και διεύθυνση (συμβατική και ηλεκτρονική).
[9] Βλ. Wil Van Den Bercken, “Theological Education for Laypeople in Russia, Belarus and Ukraine: a Survey of Orthodox and Catholic Institutions”, Religion, State & Society 32.3 (2004), σ. 305.  Επίσης http://www.biblicalstudies.org.uk/pdf/rss/32-3_299.pdf
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου