Ἡ προσέγγιση τοῦ Θείου στή Μαύρη Ἤπειρο
Ἡ πρώτη Ἀφρικανίδα μοναχή, κουρά τοῦ Γέροντος Παύλου Νικηταρᾶ, Θέκλα μοναχή, πνευματικοπαίδι τοῦ νῦν μητροπολίτη Νέας Ζηλανδίας κ. Ἀμφιλοχίου Τσούκου. Ἡ Γερόντισσα Θέκλα ἐργάζεται ἐδῶ καί μία δεκαετία στό Κολουέζι, εἶναι ἡ Ἡγούμενη τῆς Ι. Μονῆς Ἁγίου Νεκτάριου πού ἀριθμεῖ 5 μοναχές καί εἶναι ἡ κατά σάρκα ἀδελφή του π. Θεοτίμου.
Ἡ Νυτρία καί ἡ Θηβαΐδα, ὁ Νεῖλος ποταμός ὡς γῆ τῆς Μαύρης Ἠπείρου, γῆ ὅπου γεννήθηκε ὁ Περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ, γῆ ὅπου προσέφυγε ἡ Ἁγία Οἰκογένεια μέ τόν Ἰησοῦ, γῆ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀπό τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ἕως τήν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ Θεία Πρόνοια ἐγγυᾶται πάντα γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς κατ’ εἰκόνα καί τοῦ πρός καθ’ ὁμοίωσιν. Οἱ θεμελιωτές τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς κι Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι ἔσπειραν τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλες τίς κατευθύνσεις τῆς Οἰκουμένης ὥστε μέσω τῶν Πατέρων νά σκορπιστεῖ σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γής.
Ἕνας τῶν σπόρων ἄνηκε ἀποκλειστικῶς στόν Εὐαγγελιστή Μάρκο, ὁ ὁποῖος...πρωτοπότισε μέ τό αἷμα τοῦ τή Μαύρη Ἤπειρο καί διακρίθηκε γενόμενος ἱδρυτής τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας καί φωτιστῆς τῆς Ἀφρικῆς. Δέν ἦταν, δέ, τυχαία ἡ ἐμφάνιση τῶν πρώτων τύπων καί τρόπων ζωῆς μέ μοναστικό βίο τῶν πρώτων ἀναχωρητῶν πατέρων, μαρτύρων καί ἰσαποστόλων τῆς μεταποστολικῆς περιόδου.
Γνωστοί κι ἄγνωστοι, ἐπώνυμοι κι ἀνώνυμοι πατέρες ἐγκατέλειπαν τά πάντα καί τούς πάντες γιά νά ἐγκαινιάσουν ἕναν νέο τρόπο ζωῆς (Νυτρία, Θηβαΐδα, ἄλλες περιοχές τῆς Αἰγύπτου καί Νείλου ποταμοῦ), σχηματίζοντας «ΛΑΥΡΕΣ» τῶν λαυρῶν. Ἡ γῆ ὅπου προσέφυγαν οἱ Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, καί ἡ Ἁγία Οἰκογένεια μέ τόν Ἰησοῦ ἔγινε ἁγιοτόκος, γῆ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὅπως θά διαπιστώσουμε στή συνέχεια. Ἀξίζει ἐδῶ νά σημειωθοῦν οἱ μεγάλες φυσιογνωμίες τοῦ μοναστικοῦ βίου στήν Ἀφρική, ὀνόματα ἀναχωρητῶν καί ἀσκητῶν, ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος, Καθηγητής τῆς Ἐρήμου, ὁ Μέγας Παχώμιος, ἱδρυτής κι ὀργανωτής τοῦ μοναστικοῦ βίου, οἱ ὅσιοι Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς, Ἀμοῦν, Παφνούτιος, ὁ μάρτυς κι Ἀββάς Κύρος, οἱ Ἀββάδες Ἀπολλώνιος, Μωυσῆς ὁ Αἰθίωψ, ὁ λόγιος ἀσκητής Εὐάγριος ὁ Ποντικός, ὁ Μοναχός Ἰάκωβος ὁ ἀναχωρητής καί τόσοι ἄλλοι.
Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ μοναστικοῦ βίου πού ἐξαπλώθηκε στήν Βόρειο Ἀφρική ἁπλά δέν ἦταν ἔνδειξη τῆς δύναμης τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀλλά ἦταν σημεῖα καί θαύματα τοῦ μέλλοντος. Δυστυχῶς, μέ τήν ἐμφάνιση τῆς νέας θρησκείας «Ὑποταγή στόν Ἀλλάχ» δηλαδή τό Ἰσλάμ, τό 622 ὅλη ἡ Βόρειος Ἀφρική ὑποδουλώθηκε ἀπό τούς Ἄραβες Ἰσλαμιστές μέ συνέπεια τόν ἐξισλαμισμό τῶν λαῶν τῆς Βορείου Ἀφρικῆς καί τή μιγαδοποίηση τῶν ντόπιων μέ τούς Ἄραβες διά μικτῶν γάμων ὥστε νά δημιουργηθεῖ καθαρά μία νέα Ἀραβο-Μουσουλμανική Ἀφρική. Ἡ κατάκτηση τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ἀπό τούς Ἰσλαμιστές συνετέλεσε στήν πτώση τῶν Χριστιανικῶν ΛΑΥΡΩΝ καί τό μαρτύριο τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας εἶχε ὀξυνθεῖ.
Ἡ ἐξαφάνιση τῆς Νυτρίας καί τῆς Θηβαΐδος ὅμως δέν σήμαινε καί τό σβήσιμο τοῦ θείου φυτωρίου σέ ὅλον τό πλανήτη, διότι εἶναι ἔργο σφραγισμένο μέ τήν Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Πίστεως, τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι ἔπειτα, τό αἷμα τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου, τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας πού κράζουν «Ἔρχου Κύριε» βοήθησαν στήν ἀναζήτηση νέων Λαυρῶν καί Θηβαΐδων σέ ἄλλες περιοχές τοῦ πλανήτη μας, ὅπου βλάστησε ὁ μοναστικός βίος μέ νέους ἀσκητές καί ἄπειρους μάρτυρες.
Ἀλλά γιά τήν Ὑποσαχαρική Ἀφρική ὁ Λύχνος ἀναβοσβήνει. Παρόλο πού κατά διαστήματα ὑπῆρξαν ἀποστολές ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας πρός τήν Ὑποσαχαρική Ἀφρική, ἡ ἐλάχιστη προσπάθεια δέν εὐδοκίμησε. Οἱ ἐπαφές τῶν Ἑλλήνων ἐμπόρων κι ἐξερευνητῶν ἦταν ἀνεπαρκεῖς νά διαδώσουν τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου στούς ἰθαγενεῖς. Ἀπό τήν εἰσβολή τῶν Ἀράβων Ἰσλαμιστῶν στή Βόρειο Ἀφρική ἀπό τό 641 μέχρι τό τέλος τῆς 2ης χιλιετίας, πέρασαν 1350 χρόνια ἀποκλεισμοῦ μεταξύ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καί ἰθαγενῶν.
Ἡ ἀναζήτηση τῆς ὀρθῆς πίστεως
Τό κεκρυμμένο μυστήριο τῆς ἐρήμωσης τῆς Σαχάρα, ὅπου καί χωρίζεται καί διακρίνεται ἡ Βόρειος Ἀφρική τῶν Ἀφρικανιστῶν μιγάδων ἀραβόφωνων Μουσουλμάνων ἀπό τήν Ὑποσαχαρική Ἀφρική τῶν Νέγρο-Ἀφρικανῶν, γνωστή ὡς Μαύρη-Ἤπειρο, παραμένει ἀνοικτή συζήτηση πρός ἔρευνα.
Κλειδί δέ τῆς ἀπομάκρυνσης τῶν Νέγρο-Ἀφρικανῶν νά γευθοῦν τόν σπερματικό λόγο ἦταν ὁ ἐξισλαμισμός ἤ ἡ ἐπιβίωση τῆς εἰδωλολατρίας. Τό τελευταῖο ἦταν προτιμότερο παρά νά δεχτοῦν μία τελείως ἄγνωστη πίστη μετά βίας καί διά ὑποταγῆς, ἐνῶ οἱ Ἰσλαμιστές ἄρχιζαν νά διεισδύουν σταδιακά στήν Ὑποσαχαρική Ἀφρική, τήν περίοδο πού ἤδη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ τά δύο Χριστιανικά δόγματα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν μισσιοναρίων καί τῶν Διαμαρτυρομένων. Οἱ διαμάχες πού εἶχαν ξεκινήσει μεταξύ τῶν δύο Χριστιανικῶν ὁμάδων, στό ποιοί ἔπρεπε νά ἐπικρατήσουν, μέ τήν εἰσβολή τῶν Ἰσλαμιστῶν, οἱ δύο ὁμάδες ἑνώθηκαν νά καταπολεμήσουν τόν κοινό ἐχθρό. Τέτοιες διαμάχες ἐπεκράτησαν ὅπου εὑρίσκονταν οἱ τρεῖς ὁμάδες ἤ οἱ δύο πρῶτες. Οἱ Νέγρο-Ἀφρικανοί εἶχαν ἀπογοητευτεῖ ὅταν ἔβλεπαν ὅτι οἱ ἴδιοι ξένοι δῆθεν θρησκευόμενοι εἶχαν δημιουργήσει ἑστίες πολέμου μέ αἱματοχυσίες, μόνο καί μόνο γιά νά ἐπικρατήσουν στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, κάτι ποῦ ἦταν ἀντίθετο μ’ αὐτό. Ἡ ἔλλειψη ἐπιχειρημάτων καί εἰλικρίνειας, σεβασμοῦ καί κατανόησης ὥστε ν΄ ἀντιμετωπίσουν τίς ἄκρως εἰδωλολατρικές παραδόσεις, ἔφεραν τό ἄκρως ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Οἱ δῆθεν μισσιονάριοι εἶχαν ἐμφανιστεῖ ὡς ἱεραπόστολοι μέ σκοπό τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλά ἡ συμπεριφορά τούς ἦταν ἀντίθετη ἀπό τό εὐαγγελικό πνεῦμα. Οἱ ἰθαγενεῖς, κάτοικοι τῆς Ὑποσαχαρικῆς Ἀφρικῆς, ἦταν ὑποχρεωμένοι νά φρουροῦν τίς παραδόσεις τους ἤ ν’ ἀναζητήσουν κάτι περισσότερο. Ἡ μαρτυρική χώρα τῆς Οὐγκάντα, ὅπου εἶχαν δημιουργηθεῖ ἑστίες καί σταυροδρόμια ἐμφανίσεως διαφόρων θρησκειῶν, ἴσως εἶχαν ὡριμάσει στό θέμα τῆς ἀναζήτησης τῆς ὀρθῆς πίστης.
Οἱ κάτοικοι τῆς Οὐγκάντα, χώρα τῆς Ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς, ἔμειναν πνευματικά ἀνήσυχοι στήν ἀναζήτηση τοῦ Θείου. Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἐκπλήρωση τοῦ πολυσυζητημένου καρποῦ τοῦ Σπερματικοῦ Λόγου. Σ’ αὔτη τή χώρα, τῆς Ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς ὁ Sebanza Mukasa, τό 1899, ἀπό ἀγρότες γονεῖς. Τότε ἡ χώρα ἦταν ἀγγλοκρατούμενη μέ ἐπίσημη γλώσσα τήν ἀγγλική. Ἐκτός ἀπό τήν ἐπιβολή τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας στούς ἰθαγενεῖς, οἱ Ἄγγλοι ἀποικιοκράτες εἶχαν φέρει καί τό χριστιανικό δόγμα τῶν Ἀγγλικανῶν ὡς μέσον ἐπικράτησης. Τό 1923 ὁ Sebanza Mukasa δέχθηκε τή νέα θρησκεία τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ διδασκαλία τῶν Ἀγγλικανῶν. Ἡ περιέρ-γεια νά μαθαίνει τήν πλήρη ἀλήθεια, τόν καθοδήγησε καί στόν Ρωμαιοκαθολικισμό ὥστε νά συγκρίνει τίς δύο αὐτές Χριστιανικές ὁμολογίες. Ὁ πνευματικά ἀνήσυχος ἄνδρας, συνέχιζε τήν ἀναζήτησή του ὡς τή γνωριμία μέ τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά μέ λίγες πληροφορίες ποῦ εἶχε λάβει, δέ μπόρεσε νά φθάσει σέ τελικό συμπέρασμα.
Τό 1928 ἀνατράφηκε ἀπό τούς Ἀγγλικανούς Διαμαρτυρόμενους, ὅπου εἶχε τήν εὐκαιρία νά μάθει γράμματα. Καθώς προχωροῦσε τίς σπουδές του, ἀγάπη¬σε περισσότερο τήν ἱστορία τῶν ἀρχαίων λαῶν καί προπαντός τήν «Ἱστορία τῆς ἀρχαίας Σπάρτης». Ὡς τολμηρός ἄνδρας ἤθελε νά μιμηθεῖ τούς ἀρχαίους Σπαρτιάτες, ξεκινώντας ν’ αὐτοονομάζεται Sebanza Srartas, σέ λίγο καιρό ἔκανε αἴτηση καί κατετάγη στή Βασιλική Φρουρά ὡς Τυφεκιοφόρος. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, οἱ ἀναζητήσεις τοῦ περί Ὀρθοδοξίας, πού τελευταία εἶχε ἐπιχειρήσει νά μάθει, ἤδη ὑλοποιοῦνταν καθώς εἶχε ἐπαφές μέ τόν Τζαμαϊκανό Νέγρο-Ἀφρικανό Marcus Garvey, ὁ ὁποῖος διέδιδε τά περί Ὀρθοδοξίας στόν Εἰρηνικό στίς Καραΐβες καί στή Νότιο-Ἀφρική, μέσω ἀλληλογραφίας. Γιά τόν Sebanza Spartas, πλέον, ἡ εἴδηση περί Ὀρθοδοξίας ἦταν γι’ αὐτόν ἕνα κατόρθωμα ἀπ’ ὅ,τι ἦταν ἡ γνωριμία του μέ ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες.
Τό πρῶτο ἱεραποστολικό βῆμα τοῦ Sebanza ἦταν ἡ κλήση τοῦ συμπατριώτη του καί μετέπειτα γαμπροῦ τοῦ Basa Giakitalo, ὁ ὁποῖος, μόλις ἐνημερώθηκε ἀπό τόν Srarta, ἀμέσως τόν ἀκολούθησε. Ὁ τελευταῖος γεννήθηκε στό Namungongo τό 1895.
Οἱ δύο Οὐγκαντέζοι ἐγκατέλειψαν τούς Ἀγγλικανούς κι ἄρχισαν νά ἐπιστρατεύουν τούς συμπατριῶτες τῶν περί ἐρχομοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπό δύο, ὁ πυρήνας αὐξήθηκε στά τρία ἄτομα, μαζί μέ τόν ἐκ Κένυας φίλο τους Arthur Gaduna. Τό 1930 ἔφθασε στήν Οὐγκάντα ὁ δῆθεν Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος Δανιήλ-Οὐΐλιαμ Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος, συγκέντρωσε τούς ἰθαγενεῖς, τούς δίδασκε περί Ὀρθοδοξίας, τούς κατήχησε καί τούς ἐβάπτισε. Ἡ φιλοδοξία τοῦ δῆθεν Ὀρθοδόξου ἱεράρχη ἦταν νά ὁλοκληρώσει τήν ἐπίσκεψή του μέ χειροτονίες ἱερέων, ὅπως καί τό κατάφερε. Μετά τήν ἀναχώρησή του στή Νότιο Ἀφρική, οἱ δῆθεν νεοφώτιστοι Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι, μαζί μέ τούς ἱερεῖς τους, δέν ἄργησαν νά ἔρθουν σέ ἐπαφή μέ Ἕλληνες γνησίους Ὀρθοδόξους πού τούς πληροφόρησαν ὅτι δῆθεν ὁ Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος Δανιήλ εἶναι «Οὐνίτης», ἀνήκει στούς Ρωμαιοκαθολικούς. Δυστυχῶς, γιά τόν ἄτυχο Οὐνίτη ἱεράρχη, κι εὐτυχῶς γιά τούς ἰθαγενεῖς καλοπροαίρετους, οἱ ἑλληνορθόδοξοι ἔμποροι τῆς Καμπάλα τούς συνέστησαν στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, ὥστε τό 1933, μία ἀποστολή ποῦ ἔφθασε στήν Οὐγκάντα, ἦταν ὁ περιοδεύων Ὀρθόδοξος Ἱερέας Νικόδημος Σαρίκας τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ζοῦσε στό Moshi-Tanganika τῆς Τανζανία μεταξύ 1914-1919.
Ἡ παραμονή τοῦ περιοδεύοντος ἱερέως Νικόδημου Σαρίκα, εἶχε ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτήρα, ὅπως τήν ἐξακρίβωση τῶν στοιχείων κι ἐπαναβεβαίωση τῆς πρόθεσης τῶν ἰθαγενῶν. Ἡ συγκίνηση τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας ἦταν μεγάλη διότι εἶχε διαπιστώσει τήν διακαῆ ἀναμονή ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, σέ ἀθῶες ψυχές, τόσο ταλαιπωρημένες στήν ἀναμονή τῆς Ὀρθῆς Πίστεως.
Ο Sabanza Mukasa Srartas, ὅταν βαπτίσθηκε πῆρε τό ὄνομα Ρουβήμ, κι ὅταν χειροτονήθηκε σέ πρεσβύτερος ἔγινε π. Ρουβήμ Σπάρτας, ἐνῶ ὁ Basagia-Kitalo, ὅταν βαπτίσθηκε, πῆρε τό ὄνομα Ὀβαδίας, κι ὅταν χειροτονήθηκε σέ πρεσβύτερο, ἔγινε π. Ὀβαδίας.
Ὁ τρίτος της παρέας, ὅταν βαπτίσθηκε, ἀπό Arthur Gaduna πῆρε τό ὄνομα Γεώργιος, κι ὅταν χειροτονήθηκε σέ πρεσβύτερος ἔγινε π. Γεώργιος. Ἀπό τό 1926-1935, ὁ Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Β΄ ἀνεγνώρισε τούς πρώτους Ἀφρικανούς ἱερεῖς πρωτοπόρους καί πρώτους σπόρους στήν Ὑποσαχαρική Ἀφρική.
Οἱ τρεῖς ἰθαγενεῖς ἱεραπόστολοι, δίχως οἰκονομική ἄνεση, δίχως εὔκολη μετακίνηση, δίχως ἐπιστημονικές γνώσεις, ξεκίνησαν ὅπως οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι νά ὀργώνουν τήν Ἀνατολική Ἀφρική, κηρύττοντας τό Λόγο τοῦ Εὐαγγελίου μέ Ὀρθή Πίστη, κτίζοντας πρῶτα σχολεῖα ὥστε νά μαθαίνουν τά παιδιά γράμματα καί παράλληλα χρησιμοποιώντας τά σχολεῖα ὡς ναούς ἑκάστη Κυριακή.
Ὁ Πατριάρχης Νικόλαος ὁ Ἐ’ (1935-1939), ἐνίσχυσε τήν προσπάθεια τῶν ἰθαγενῶν λόγω τῶν μεγάλων ἀποστάσεων μεταξύ Βορείου Ἀφρικῆς, ποῦ ἦτο Ἰσλαμοκρατούμενη καί Ὑποσαχαρικής Ἀφρικῆς τῶν ἰθαγενῶν. Τό ἴδιο μέ τόν Πατριάρχη Χριστόφορο (1939-1967), τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθυμία τοῦ ὑλοποιήθηκε ἐπί τοῦ Πατριάρχου Νικολάου Στ’ (1967-1987), χειροτόνησε σέ τρίτο βαθμό τόν πρῶτο Νέγρο-Ἀφρικανό ἱεράρχη ὡς ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΝΕΙΛΟΥΠΟΛΕΩΣ, τώρα π. Ρουβήμ Σπάρτας, μέ νέο ὄνομα Χριστόφορος, ὄνομα τοῦ προηγουμένου Πατριάρχου.
Τό 1972, ὁ τρίτος κατά σειράν τῶν τριῶν σκαπανέων τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ἀφρική, ὁ ἐκ Κένυας Γεώργιος Gaduna, ἐξελέγη ὡς δεύτερος Νέγρο-Ἀφρικανός Ἱεράρχης, μέ τίτλο Ἐπίσκοπος Νυτρίας (ἐπί πατριάρχου Νικολάου Στ΄ 1968-1986).
Ὁ πλέον Ἐπίσκοπος Νειλουπόλεως Χριστόφορος Σπάρτας Σέμπανζα Μουκάσα εἶχε τή δικαιοδοσία τῆς Οὐγκάντα καί τῆς Τανζανία, ἔδρασε πάντα μέ τό ἀρχικό ἱεραποστολικό πνεῦμα ποῦ εἶχε, δηλαδή ν’ ἀφήσει διάδοχο, ὅπως συνηθίζεται στούς Νέγρο-Ἀφρικανούς, κάτι σπάνιο σέ ἄλλους λαούς ποῦ ὁ κάθε ἐξουσιαστής θεωρεῖ ἀθάνατο τόν ἑαυτόν του, ἔτσι βρῆκε τόν φοιτητή Νakyama, τόν συνέστησε στήν Πατριαρχική Σχολή Ἀλεξανδρείας, κι ἀργότερα σπούδασε στήν Ἑλλάδα τήν Ἱερά Ἐπιστήμη. Ὁ Νειλουπόλεως Χριστόφορος, εἶδε τουλάχιστον τήν πρόοδο τοῦ διαδόχου του. Τό 19 ἐξελέγη Μητροπολίτης Καμπάλα καί πάσης Οὐγκάντα ὡς τρίτος Νέγρο-Ἀφρικανός Ἱεράρχης, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε στό τρίτο βαθμό ἱεροσύνης ἀπό τόν Πατριάρχη Παρθένιο Γ΄ (1987-1996).
Ὁ ὑπερήλικας, δεύτερος κατά σειράν μεγάλος του πυρήνα τῶν τριῶν σκαπανέων τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ὑποσαχαρική Ἀφρική ὁ π. Ὀβαδίας Basagia-Kitalo, ὄχι μόνο ἔσπειρε τόν Ὀρθόδοξο Σπόρο στήν Ἀνατολική Ἀφρική, ἀλλά εἶχε τόν ἴδιο καημό, ὅπως ὑπάρξουν διάδοχοι. Ἔτσι προσηύχετο νά βρεθεῖ διάδοχος στήν οἰκογένειά του. Ἡ προσευχή του καί οἱ ἱκεσίες τοῦ εἰσακούστηκαν, καθώς ὁ Κύριος ἐπέλεξε τόν ἐγγονό τοῦ Lwanga, ὁ ὁποῖος ἦλθε στήν Ἑλλάδα, σπούδασε Φιλοσοφία καί Θεολογία, δεχθεῖς τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱεροσύνης, ἐξελέγη τέταρτος Νέγρο-Ἀφρικανός Ἱεράρχης τό 1992 (ἐπί Πατριάρχου Παρθενίου Γ΄ 1987-1996), ὡς ἐπίσκοπό της Bukoba, τό 1997 (ἐπί Πατριάρχου Πέτρου Ζ΄ 1997-2004), Μητροπολίτης Καμπάλα καί πάσης Οὐγκάντα μέ τό ὄνομα Ἰωνάς.
Ἐν γένει πλῆθος θρησκευτικῶν ἀνδρῶν συνέβαλαν στήν ἐξάπλωση τῆς Ὀρθοδοξίας πρῶτον στήν Οὐγκάντα, δεύτερον στήν Κένυα, τρίτον στήν Τανζανία συνδεόμενοι μέ τήν ἐκρίζωση τῆς εἰδωλολατρίας καί τήν μή ἐμπιστοσύνη πρός τούς μισσιονάριους. Ἀντίθετα πείστηκαν ἀπό τούς συμπατριῶτες τούς διότι ἄλλο εἶναι ὁ εὐαγγελισμός ἑνός ἰθαγενοῦς ἀπό ἕνα ξένο κι ἄλλο ἀπό ἕναν συμπατριώτη τοῦ καθώς ὁ εὐαγγελισμός ἀπό ἰθαγενῆ σέ ἰθαγενῆ ἐμπεριέχει εἰλικρίνεια μέ ταπείνωση ἐνῶ παράλληλα ἔχουν τό ἴδιο παρελθόν, τήν ἴδια γλώσσα, τούς ἴδιους πόνους καί τά ἴδια ἔθιμα (ἐννοεῖται μόνο τά θετικά). Δέν ἀποσκοποῦν δηλαδή στήν παραπλάνηση, τήν ἐκμετάλλευση, οὔτε καταπατοῦν δικαιώματα.
Ἐδῶ ἀξίζει νά σταθοῦμε στό μεγάλο Ὀρθόδοξο ἔργο τοῦ Γεωργίου Γκαντούνα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐπειδή φυλακίστηκε ὡς ἐθνικιστής ἀπό τούς Βρετανούς, ἔφτασε στό σημεῖο νά μισεῖ κάθε τί ξένο. Ἀπό τήν πλευρά τοῦ τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας γιά προληπτικούς λόγους τόν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο Νυτρίας ἐν ἔτει 1972 ἐνῶ τό 1978 καθηρέθη καί ἐπί τοῦ νῦν Πατριάρχου Θεοδώρου Β΄ ἀποκατεστάθη καί ἤρθη ὁ ἀφορισμός.
Ἀπό τό δεύτερο μισό του 20ου αἰώνα, τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας εἰσῆλθε στή Νεώτερη Ἱστορία τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς μέ ἑλληνορθόδοξους ἱεραποστόλους, τόσο ἰδίαις δυνάμεσιν ὅσο καί μέ τήν ἐνίσχυση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας.