Του Σεβ. Μητρ. Ζιμπάμπουε
και Αγκόλας Σεραφείμ Κυκκώτη
Το έργο της Ιεραποστολής συνδέεται με τη ζωή
της πρώτης Εκκλησίας. Στην πραγματικότητα είναι το άγιο έργο του Ευαγγελισμού
των Εθνών που άρχισε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με τη θεία διδασκαλία του και
τη Σταυρική του Θυσία και γενικά με το όλο απολυτρωτικό του έργο. Αυτό το άγιο
έργο της Ιεραποστολής συνέχισαν οι Απόστολοι και Μαθητές του Χριστού,
υπακούοντας στην εντολή του κατά την ημέρα της Αναλήψεως του εις τους ουρανούς
«Πορευθέντες ούν, μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα
ενετειλάμην υμίν, και ιδού, εγώ μεθ’ ημών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της
συντελείας του αιώνος, αμήν»[1]. Έτσι η Ορθόδοξη Ιεραποστολή είναι
αναπόσπαστον χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι άγιοι Απόστολοι
κινήθησαν σε όλα τα γνωστά μήκη και πλάτη της Οικουμένης για την υπόθεση του
Ευαγγελίου, αφήνοντας γονείς, συγγενείς και φίλους, πατρίδα και εργασία, για να
συμβάλουν στη εν Χριστώ σωτηρία των συνανθρώπων τους. Κατάφεραν με την αγάπη
τους και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος να δημιουργήσουν και να οργανώσουν
την τοπική Εκκλησία στο τότε γνωστό κόσμο. Το επιστέγασμα της Ιεραποστολής τους
ήταν μάλιστα ο μαρτυρικός τους θάνατος, η θυσία της ίδιας τους της ζωής.
Η παγκοσμιότητα της Ορθοδόξου
Ιεραποστολής
Αναφερόμενος στην
παγκοσμιότητα του Ιεραποστολικού έργου της Εκκλησίας ο γνωστός Καθηγητής Χρήστος
Κρικώνης εκφράζοντας τη κοινή συνείδηση της Εκκλησίας μας τονίζει ότι « η
Ιεραποστολή ως εντολή του Χριστού προς τους μαθητάς του υπήρξε ανέκαθεν παράδοση
της Ορθοδόξου Εκκλησίας, πηγάζει από τη φύση της ως σώματος του Χριστού,
εκδηλώνει την αγάπη του Θεού προς όλον τον κόσμον και κηρύττει Χριστόν αναστάντα
εκ νεκρών. Με τον ευαγγελισμόν προσκαλεί τους ανθρώπους να προσέλθουν στον
Χριστόν και να τον αποδεχθούν στη ζωή τους. Έτσι αφετηρία τους κηρύγματος της
είναι ο εσταυρωμένος και αναστημένος Χριστός και αυτό αποτελεί τον πυρήνα της
αποστολής της στον κόσμον»[2].
Θα μπορούσαμε να
πούμε ότι η Ορθόδοξη Ιεραποστολή διακρίνεται στην εσωτερική και στην εξωτερική.
Η πρώτη αναφέρεται στην προσπάθεια της τοπικής Εκκλησίας να στηρίξει και να
ενισχύσει τα υφιστάμενα μέλη της κι η Εξωτερική Ιεραποστολή να μεταφέρει το
ευαγγελικό της μήνυμα προς όσους ακόμη εκ των ανθρώπων δεν το έχουν ακούσει.
Αυτό έγινε στη ζωή της αρχαίας Εκκλησίας, στην χιλιόχρονη Ιστορία του Βυζαντίου,
τον 19ον αιώνα στην Ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας και κατά τον
20ον και 21ον πρώτον αιώνα από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας
και πάσης Αφρικής και στη συνέχεια κι από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με
την στήριξη των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ελλάδος, της Κύπρου, της
Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικής και της Φιλλανδίας.
Ο κορυφαίος
σύγχρονος Ιεραπόστολος του αιώνα μας μακαριστός Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος
Ζ’, τόνιζε ότι «σήμερα, το Παλαίφατο αποστολικό Πατριαρχείο Αλεξανδρείας
δικαιώνει με ουσιαστικό τρόπο και το τίτλο ‘και πάσης Αφρικής’. Η συρρίκνωση του
Ελληνόφωνου ποιμνίου δεν σημαίνει και παρακμή μιας Εκκλησίας, η οποία πάντοτε
πορεύθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του ‘έλληνες εισί οι της ημετέρας μετέχοντες
παιδείας’. Το Ιεραποστολικό έργο προς τους γηγενείς αφρικανούς πληθυσμούς
προσδίδει νέα δυναμική ειδικότερα στον Αλεξανδρινό θρόνο, αλλά γενικώτερα στην
Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό»[3].
Η ανάπτυξη της Ορθοδοξίας στην
Αφρική.
Όταν αναφερόμαστε
στην Ορθοδοξία στην Αφρική, έχουμε μπροστά μας δύο ιστορικές
πραγματικότητες.
Η πρώτη ιστορική πραγματικότητα είναι όταν
αναφερόμαστε στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού μέχρι τα νεώτερα χρόνια,
όπου μία από τις πρώτες Αποστολικές Εκκλησίες που οργανώθησαν κατά τον πρώτον
αιώνα ήταν η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας που η δράση της κάλυπτε περισσότερο την
Βόρειο Αφρική και προς τα νότια το σημερινό Σουδάν, την Σομαλία και την
Αιθιοπία.
Η δεύτερη ιστορική πραγματικότητα είναι η
εξάπλωση της Ορθοδοξίας στην υπόλοιπη Αφρικανική Ήπειρον πολύ μεταγενέστερα,
κατά τα νεώτερα χρόνια, όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν. Στην αρχή το Πατριαρχείο
Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής έστελλε κληρικούς σε μακρινές χώρες της Αφρικής
που δεν είχε ακόμη οργανώσει Μητροπόλεις και Επισκοπές, όπου έφθαναν Έλληνες
μετανάστες για μια καλύτερη ζωή. Μαζί μ’ αυτούς έφθαναν κι Ορθόδοξοι μετανάστες
κι από άλλες Ορθόδοξες χώρες, όπως από Ρωσία, Λευκωροσία, Ουκρανία, Γεωργία,
Σερβία, Βουλγαρία, Πολωνία και Ρουμανία.
Ενώ στη περιοχή της
Βορείου Αφρικής η Ορθοδοξία από τον έβδομον αιώνα και μετά έμεινε εγκλωβισμένη
ανάμεσα στο Ελληνικό και Αραβικό στοιχείο λόγω της βίαιης παρουσίας του Ισλάμ,
στις χώρες που αναπτύχθηκε η Ορθοδοξία κατά τα τέλη του 19ου αιώνα
και περισσότερο κατά τον 20ον αιώνα, άρχισε να γίνεται γνωστή και
ενδιαφέρουσα και για τους ιθαγενείς του τοπικού πληθυσμού.
Όπως τόνιζε ο
μεγάλος οραματιστής της Ορθόδοξης Ιεραποστολής μακαριστός Πατριάρχης Πέτρος Ζ’,
«το μήνυμα του Ευαγγελίου, που πραγματικά για δυό ολόκληρες χιλιετίες σαγηνεύει
το ποίμνιο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, Έλληνες και Άραβες, αυτό το ίδιο
ευαγγελικό μήνυμα πορεύεται σήμερα και προς κάθε γωνιά της Αφρικής. Εδώ και
εξήντα χρόνια ένας νέος πνευματικός άνεμος πνέει στους λαούς της Αφρικής. Το
Ευαγγέλιο του Κυρίου οικοδομεί ψυχές και τροφοδοτεί με δύναμη τους Αφρικανούς
αδελφούς μας, εκπληρώνοντας έτσι την θεία εντολή του Κυρίου, ώστε το Ευαγγέλιο
να «κηρυχθεί πάση τη κτίσει». Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας με την Ιεραποστολική
του προσπάθεια πορεύεται προς τα Έθνη με συναίσθηση ευθυνών «έως εσχάτου της
γης» και δικαίως σήμερα ονομάζεται Παναφρικανικό. Η ακούραστη και υπεράνθρωπη
προσπάθεια των Ιερωτάτων του Θρόνου Ιεραρχών και των συνεργατών τους θυμίζει
εποχές πρωτοχριστιανικές και τα οδοιπορικά τους ταξίδια Αποστολικές πορείες. Η
Εκκλησία αισθάνεται αυτή την υποχρέωση προς τους λαούς της Αφρικής, εξ αιτίας
της πολυευπλαχνίας που έχει ο ίδιος ο Θεός προς το ανθρώπινο γένος. Η σκέψη μας
λοιπόν και η προσευχή μας καθημερινά είναι πώς να οδηγήσουμε περισσότερους
ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, προς τον εν Χριστώ φωτισμόν… Πρέπει να
παραδεχθούμε ότι ομιλώντας περί Ιεραποστολής στις αχανείς εκτάσεις της Αφρικής
εννοούμε ότι τούτο επιτελείται με πολλές θυσίες. Είναι ένα έργο μαρτυρικό, μια
μαρτυρία Χριστού, μία αφιέρωση πλήρης χωρίς μέση οδό, προσφέρει δηλαδή κανείς τα
πάντα, γίνεται ολοκαύτωμα για να υπηρετήσει τον αδελφόν του, τον στερημένον
συνάνθρωπόν του. Κι όλα αυτά διά την δόξαν του Κυρίου και μόνον. Ολοκληρώνεται
έτσι το Αποστολικό έργον και αποκαλύπτεται ο Θεός της αγάπης προς όλους τους
λαούς» [4].
Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής
σήμερα αποτελείται, εκτός από την Αρχιεπισκοπή Αλεξανδρείας, όπου είναι η έδρα
του Πατριαρχείου μας, από 22 Μητροπόλεις και πέντε επισκοπές. Σε 11 Μητροπόλεις
του Πατριαρχείου Καμπάλας, Κένυας, Ζιμπάπουε και Αγκόλας, Ιωαννουπούλεως και
Πρετορίας, Καλής Ελπίδος, Ειρηνουπόλεως, Καμερούν, Κεντρώας Αφρικής, Νιγηρίας,
Μουάντζας, Άκκρας, Ζάμβιας και Μαλάουϊ και σε έξι Επισκοπές Μαδαγασκάρης,
Κατάγκας, Μπουρούντι και Ρουάντας, Μοζαμβίκης, Σιέρρα Λεόνε και Μπραζαβίλ
ασκείται σήμερα Ιεραποστολή, όπου μεταξύ αυτών υπηρετούν δύο ιθαγενείς
επίσκοποι και 285 ιθαγενείς ιερείς και διάκονοι. Σε περισσότερες από 20 χώρες
της Αφρικής υπάρχει σήμερα η παρουσία Ορθόδοξης Ιεραποστολικής δράσης και σε
άλλες τόσες υπάρχει θετική προοπτική για το μέλλον.
4 Πάνταινος 32, σελ. 120,
2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου