Το πρόβλημα των αιρέσεων στην ορθόδοξη Αφρική
“ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΦΡΙΚΗ”
Εισήγηση στη Ι΄Συνδιάσκεψη Εντεταγμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών και Ιερών Μητροπόλεων διά θέματα Αιρέσεων και Παραθρησκείας Αλίαρτος, Βοιωτίας, 16-21 Σεπτεμβρίου, 1998
Του Σεβ. Μητροπολίτου Καρθαγένης κ. Χρυσοστόμου
Σεβασμιώτατοι,
Αγαπητοί Σύνεδροι,
Το πρόβλημα των ποικιλώνυμων αιρετικών ομάδων, μικρών ή μεγάλων, αποτέλεσε πάντοτε μία απειλή, άλλοτε μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη, για την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος και για την ακεραιότητα της πίστης του στη σωτηριώδη διδασκαλία της επίσημης Εκκλησίας.
Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες μετά την Πεντηκοστή η εκκλησιαστική ενότητα δοκιμάσθηκε σκληρά από αιρετικές ομάδες, οι οποίες ξεπήδησαν από τους ίδιους τους κόλπους της Εκκλησίας, όσο και από ετεροδιδασκαλίες, οι οποίες είχαν ως αφετηρία θύραθεν φιλοσοφικά συστήματα και στόχευαν στη νόθευση της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, την οποία διαφύλαττε η Εκκλησία, μέσα από την κάθετη αποστολική διαδοχή της πίστης.
Το φαινόμενο των αιρέσεων υπήρξε τις περισσότερες φορές υπερτοπικό, με την έννοια ότι οι κακοδοξίες που ξεπρόβαλλαν κάθε τόσο, πολλές φορές, γρήγορα εξαπλώνονταν σε όλη την Ορθόδοξη Ανατολή και φύτρωναν σαν τα ζιζάνια στον οικουμενικό εκκλησιαστικό αγρό. Και όλα αυτά σε εποχές κατά τις οποίες οι μετακινήσεις και οι επικοινωνίες δεν ήσαν κάτι εύκολο. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα πολυάριθμα γνωστικά συστήματα που άνθησαν στο αλεξανδρινό πνευματικό περιβάλλον, καθώς και την αρειανική κακοδοξία, για να περιορισθούμε σε δύο χτυπητά παραδείγματα, που προκάλεσαν μακροχρόνιες έριδες και αναταραχές, με επώδυνες συνέπειες για την εκκλησιαστική ενότητα και τη σταθερότητα του ποιμνίου στην αυθεντική πίστη.
Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στο ιστορικό παρελθόν, προκειμένου να μην κουράσουμε την εκλεκτή ομήγυρη με ήδη γνωστά ιστορικά μεγέθη. Κάναμε όμως τη μικρή αυτή εισαγωγή μόνο και μόνο για να καταδείξουμε ότι ο κίνδυνος των αιρετικών κακοδοξιών ουσιαστικά στοχεύει την ίδια την εκκλησιαστική ενότητα. Από την άλλη δε το φάρμακο για την ίαση των παρεκτραπέντων μελών του ποιμνίου μας αποτελεί η συνεχής και συστηματική διδακτική παρουσία των ιερέων τόσο σε περιφερειακό ενοριακό επίπεδο, αλλά και ημών των επισκόπων σε πιο κεντρικό επίπεδο.
Γίνεται συνεπώς κατανοητό, πόσο δύσκολος είναι ο ρόλος των εκκλησιαστικών ταγών, σε μία εποχή, κατά την οποία η διασπορά μιας κακοδοξίας είναι πολύ εύκολη υπόθεση, άλλο τόσο δε πιο εύκολη υπόθεση είναι η ταχύτατη διάδοσή της, και άλλο τόσο πιο δύσκολη υπόθεση καταντά η καταπολέμησή της και κατά συνέπεια η προφύλαξη του ποιμνίου.
Η τελευταία δυσκολία γίνεται εμφανέστερη και αποκτά τραγικές πολλές φορές διαστάσεις σε περιβάλλοντα όπως το αφρικανικό. Δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση να υποβαθμίσουμε τους κινδύνους και τη δύσκολη αποστολή των εν Χριστώ εκλεκτών αδελφών, οι οποίοι ποιμαίνουν εκκλησιαστικές κοινότητες σε περισσότερο παραδοσιακές κοινωνίες. Εμείς θα προσπαθήσουμε απλά και μόνο να ψηλαφήσουμε έστω το οξύτατο πρόβλημα των αιρέσεων που απειλούν το ποίμνιο της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ιδιαίτερα τους προσηλύτους στην Ορθοδοξία ιθαγενείς.
Κατά τη γνώμη μας το όλο θέμα μπορεί να προσεγγισθεί ορθά, μόνο αν ληφθεί υπόψιν η αφετηριακή διαπίστωση ότι το αφρικανικό περιβάλλον είναι καθεαυτό ευάλωτο, αν όχι καλός αγωγός των πολυαρίθμων λαϊκών κακοδοξιών της Μαύρης Ηπείρου. Πράγματι, αν δεν λάβουμε σοβαρά υπόψιν το γεγονός ότι ο προσερχόμενος στην Ορθοδοξία ιθαγενής Αφρικανός είτε είναι εμποτισμένος είτε μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον, στο οποίο ανθίζουν ή κυριαρχούν τόσες και τόσες κακοδοξίες, τότε ματαιοπονούμε. Πρέπει, λοιπόν, να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός ότι δεν μπορεί να προσεγγίσουμε τον Αφρικανό πιστό μέσα από το δικό μας πρίσμα.
Πράγματι, το αφρικανικό περιβάλλον είναι τελείως ξένο προς τα πνευματικά και πολιτιστικά δεδομένα, μέσα στα οποία ανδρώθηκε και εξελίχθηκε το σωτηριώδες μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού. Εξάλλου είναι αυτονόητο ότι αγνοεί και μάλλον αδυνατεί συνήθως να κατανοήσει τις διεργασίες που συντελέσθηκαν στην εξέλιξη του χριστιανικού δόγματος.
Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές ότι η προσπέλαση στον εντόπιο πληθυσμό μπορεί να γίνει μόνο με την προσεκτική διοχέτευση του μηνύματος της Αγίας Γραφής. Και λέμε προσεκτική, διότι η απλουστευτική παρουσίαση του ευαγγελικού μηνύματος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θυσιάζει βασικές αρχές του ορθοδόξου δόγματος.
Από την άλλη βέβαια, η δυσκολία που ανακύπτει στη διαδικασία της ιεραποστολής είναι μεγάλη και από την πλευρά των ήδη προσηλύτων στην ορθοδοξία, αφού παρατηρείται το λυπηρό φαινόμενο οι νεόφυτοι πολλές φορές να αδυνατούν να εγκαταλείψουν κυρίαρχα ήθη του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν, όπως οι μαγικές τελετές και δοξασίες, η πολυγαμία, η προγονολατρεία κ.λ.π.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι εκτροπές της λαϊκής ευσέβειας δεν απουσιάζουν στις λεγόμενες πολιτισμένες χώρες, ιδιαίτερα μάλιστα κατά το παρελθόν. Στην Αφρική όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, αφού δεν υφίσταται κάποιο ανάλογο πολιτισμικό και πνευματικό υπόβαθρο, το οποίο μπορεί σε κάθε περίπτωση να συντελέσει, εύκολα ή δύσκολα, στην ίαση παρεκτροπών. Η μαύρη ήπειρος αποτελεί μία περιοχή, η οποία γνώρισε επί αιώνες την καταπίεση και αναγκάσθηκε να ζήσει στο πιο μαύρο σκοτάδι της πνευματικής ανυπαρξίας.
Θεωρήσαμε μεθοδολογικά ορθό να προσεγγίσουμε υπό την ανωτέρω προοπτική το θέμα που διαπραγματευόμασθε, γιατί μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί από τη μία πλευρά η άνθηση των πολυδαίδαλων και πολυάριθμων αιρετικών κακοδοξιών και από την άλλη η τραγική εν πολλοίς δυσκολία να εκριζωθούν αυτές από τη λαϊκή ευσέβεια και πνευματικότητα.
Από τα ανωτέρω εξάλλου καθίσταται σαφές ότι η αλεξανδρινή Εκκλησία αντιμετωπίζει το θέμα της παραθρησκείας και των αιρέσεων υπό τελείως διαφορετική προοπτική. Έτσι, για παράδειγμα, το φαινόμενο της λεγομένης Νέας Εποχής, ως εκ της φύσεως της επικίνδυνης αυτής αιρετικής κίνησης, δεν μπορεί να αποτελέσει μεγαλύτερη απειλή, αυτό καθ’ εαυτό, για το ποίμνιο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, από τη συνήθεια των ιθαγενών να θεοποιούν τη φύση και τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, ή από τη συνήθεια τους να υπερβάλλουν στην άσκηση μαγικών τελετών.
Επιχειρώντας κάποιος να σταχυολογήσει τις σημαντικότερες αιρετικές ομάδες και παραθρησκευτικές κινήσεις στην αφρικανική ήπειρο δεν έχει ασφαλώς εύκολο έργο. Ούτε και πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να οριοθετηθούν και να καταταχθούν αυτές, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν στην ευρύτατη και δύσκολα προσπελάσιμη αυτή περιοχή.
Είναι γεγονός ότι η οργανωμένη ορθόδοξη ιεραποστολή στην Αφρική αποτελεί φαινόμενο των τελευταίων κυρίως δεκαετιών. Δεν εδημιούργησε προβλήματα ως η μισσιοναριστική δραστηριότητα των προτεσταντών και των ρωμαιοκαθολικών, η οποία εκδηλώθηκε χρονικά ταυτόχρονα με τις αποικιοκρατικές εξορμήσεις και είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στην επικοινωνία με τους εντόπιους πληθυσμούς. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι με την πάροδο του χρόνου εξυπηρετούσαν λιγότερο τον σκοπό της διάδοσης του Ευαγγελίου και περισσότερο τους στόχους των αποικιοκρατών. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη συνειρμική σύνδεση Χριστιανισμού και Αποικιοκρατίας, κάτι που οδήγησε στην αυτόματη δημιουργία παραθρησκειακών ομάδων, οι οποίες περισσότερο εξέφραζαν κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα των καταπιεζομένων μαύρων πληθυσμών και λιγότερο αποσκοπούσαν να καλλιεργούσουν το χριστιανικό πνεύμα μεταξύ των τοπικών πληθυσμών. Στην προσπάθειά τους δε να προσελκύσουν πιστούς υιοθετούσαν πολλά στοιχεία της τοπικής θρησκευτικότητας, η οποία είναι ασύμβατη τις περισσότερες φορές με βασικές χριστιανικές αντιλήψεις. Για τον λόγο αυτό εξάλλου και οι περισσότερες από αυτές τις αιρετικές ομάδες έχουν βραχύτητα χρονική και στενότητα τοπική.
Αναφέρουμε για παράδειγμα τις λεγόμενες Σιωνιτικές Εκκλησίες, οι οποίες άνθησαν κατά το διάστημα του Μεσοπολέμου, προβάλλοντας το αίτημα της αποδεσμεύσεως των Αφρικανών Χριστιανών από τον ασφυκτικό έλεγχο και τη σκληρή καταπίεση των διαφόρων δυτικοευρωπαϊκών μισσιοναρικών κινήσεων, αίτημα που ουσιαστικά στόχευε στην αντίδραση κατά της ασκούμενης καταπιέσεως των μαύρων από τους λευκούς αποικιοκράτες.
Δεν θα εισέλθουμε εδώ στο θέμα του διομολογιακού ανταγωνισμού, ο οποίος πολλές φορές έβλαψε και βλάπτει την παρουσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στον ιεραποστολικό χώρο, για λόγους που είναι λίγο ως πολύ γνωστοί. Και μόνο το χρηματοοικονομικό μέγεθος αν αναφέρει κανείς για μία περιοχή, στην οποία οι θάνατοι από την πείνα, τη δίψα και τις αρρώστιες αποτελεί σύνηθες φαινόμενο, κατανοεί τις τρομακτικές δυσκολίες που ανακύπτουν για τους ορθοδόξους ιεραποστόλους.
Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε αυτό το μέγεθος, διότι αποτελεί τη μεγαλύτερη ουσιαστικά απειλή για την Ορθοδοξία στην Αφρική, αν δεν θέλουμε η πίστη, την οποία μεταφέρουμε κατ’ αποστολική διαδοχή μέσα από πολλές αντιξοότητες, τελικά να περιορισθεί στο ελληνόφωνο ποίμνιο, το οποίο και αυτό σε τελική ανάλυση ακολουθεί φθίνουσα πορεία στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, λόγω της αυξανόμενης πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας. Επειδή το θέμα όμως είναι γνωστό δεν θα σας κουράσω με περισσότερες λεπτομέρειες.
Αντίθετα, θεωρώ καλό να περάσω στη σκιαγράφηση της “αιρετικής ανατομίας” της αφρικανικής ηπείρου, και ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός που μόλις χρησιμοποίησα. Όπως ήδη ανέφερα, οι τοπικοί πληθυσμοί παρουσιάζουν μία εγγενή ροπή προς την κακοδοξία, λόγω κυρίως των συνθηκών και του όλου πνευματικού τους υποβάθρου και περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσονται. Όπως πάλι ανέφερα, οι μαγικές τελετές (βουντού κ.λ.π.), καθώς και η θεοποίηση στοιχείων και φαινομένων της φύσεως, αποτελούν στοιχεία της τοπικής θρησκευτικότητας, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να εξοβελισθούν άμεσα. Σ’ όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν ανιμιστικές αντιλήψεις , η προγονολατρεία, ένας δηλαδή διάχυτος και συνεπακόλουθος των ανωτέρω πανθεϊσμός, καθώς και ηθικές αντιλήψεις και συνήθεις (πολυγαμία), ασύμβατες προς τον ευαγγελικό τρόπο ζωής, δύσκολα όμως ανατρέψιμες.
Οι Ανεξάρτητες Αφρικανικές Εκκλησίες αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα των αφρικανικών δεδομένων που αντιμετωπίζει καθημερινά η ιεραποστολική δραστηριότητα. Υπό τον ανωτέρω ευρύτερο όρο νοούνται ειδικότερες θρησκευτικές κινήσεις, με σχετική οργάνωση, οι οποίες άρχισαν να ιδρύονται από τις αρχές του αιώνα μας. Μέσα από αυτές τις ομάδες υπάρχει μια ευρύτατη ποικιλία χριστιανικών πρακτικών. Το ενοποιό στοιχείο όλων αυτών των ομάδων αποτελεί η υποψία έναντι όλων των σημαντικότερων ιεραποστολικών οργανωμένων εκκλησιών και η τάση να οδηγήσουν τους τοπικούς πληθυσμούς σε μία πορεία ανεξάρτητη από αυτές.
Πολλές από αυτές θρησκευτικές ομάδες περιορίζονται σε μία οργανωμένη συγκέντρωση, ενώ άλλες εξαρτώνται από χαρισματικούς ηγέτες. Μία τέτοια θρησκευτική ομάδα είναι και η αποκαλουμένη εκκλησία του Κιμπανγκού, η οποία ιδρύθηκε το 1921 από τον Σίμων Κιμπανγκού στο σημερινό Ζαΐρ, έγινε μάλιστα αποδεκτή το 1969 και στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει αφ’ ενός να επισημανθεί η επιρροή που ασκούν τέτοια άτομα, τα οποία θεωρούνται ότι έχουν προφητικά χαρίσματα και τελικά καταλήγουν να λατρεύονται από τους πιστούς τους, αφ’ ετέρου δε η ακολουθηθείσα τακτική από το ΠΣΕ, ιδιαίτερα κατά το παρελθόν. Η εν λόγω θρησκευτική ομάδα αριθμεί σήμερα περί τα τρία εκατομμύρια οπαδούς στο Ζαϊρ και τις όμορες χώρες, ενώ μέλη της βρίσκονται επίσης στη Δ.Ευρώπη και τις Η.Π.Α.
Άλλες συσσωματώσεις βέβαια, οι οποίες περιγράφονται με τον όρο Ανεξάρτητες Αφρικανικές Εκκλησίες, έχουν την τάση να εξαρτώνται λιγότερο από ένα ή δύο χαρισματικά άτομα. Η αποτελεσματικότητα βέβαια όλων αυτών των αιρετικών παραθρησκευτικών ομάδων έγκειται στην ευκολία με την οποία συνδυάζουν κάποιες χριστιανικές διδασκαλίες με τις παραδοσιακές αφρικανικές ευαισθησίες. Για παράδειγμα, τονίζουν με ιδιαίτερη έμφαση τη δυνατότητα ιάσεως των ασθενών μέσα από διάφορες τελετές, καθώς επίσης αποδίδουν κεντρική λατρευτική σημασία στο χορό, το τραγούδι, την ιεραρχία και την καθιερωμένη τάξη, δίνοντας έτσι ένα αίσθημα ασφαλείας και μία ταυτότητα στα μέλη των κοινωνιών, οι οποίες πολύ συχνά βρίσκονται σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης και κοινωνικής καταπίεσης.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι οι διάφορες αυτές αιρετικές ομάδες βρίσκουν γόνιμο έδαφος για να καλλιεργήσουν τον αιρετικό σπόρο τόσο στην έλλειψη κατανόησης που επιδεικνύουν πολλοί, δυτικοί κυρίως ιεραπόστολοι, όσο και στη διενεργούμενη γεφύρωση τοπικών δοξασιών προς τον Χριστιανισμό, γεφύρωση όμως, που δεν διαφυλάσσει αλώβητο το ορθόδοξο δόγμα ακόμη και σε βασικές του αρχές.
Πιστεύω λοιπόν, ότι αντί να ακολουθήσουμε τον εύκολο αυτό, αλλά επικίνδυνο δρόμο, είναι καλύτερο να προχωρούμε με αργά, αλλά σταθερά και ορθά βήματα. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κάνουμε πραγματική ιεραποστολή, και όχι αποστολή. Σκοπός μας δεν είναι σε καμμία περίπτωση να δημιουργήσουμε πολυάριθμους ασύνειδους χριστιανούς, αλλά λαό εκλεκτό, τίμιο και αποβλέποντα στη βασιλεία του Θεού, μέσα από το ευαγγελικό μήνυμα. Άλλως, θα έχουμε εφήμερα και μόνο αποτελέσματα, όπως εφήμερες είναι και οι ποικιλώνυμες αυτές αιρετικές ομάδες.
Καθίσταται σαφές, ότι η αφρικανική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από μία ιδιαιτερότητα στο θέμα της γενέσεως, της αναπτύξεως και της επιρροής των αιρετικών ομάδων και της παραθρησκείας, ιδιαιτερότητα, η οποία, όπως αρκούντως τονίσαμε, οφείλεται σε παράγοντες, τους οποίους μόλις αναλύσαμε. Για τον λόγο αυτό εξάλλου αποφύγαμε την παράθεση ονομάτων και θεωριών, και επιλέξαμε να κατατάξουμε τις διάφορες αιρέσεις ειδολογικά.
Αγαπητοί Σύνεδροι,
Το πρόβλημα των ποικιλώνυμων αιρετικών ομάδων, μικρών ή μεγάλων, αποτέλεσε πάντοτε μία απειλή, άλλοτε μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη, για την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος και για την ακεραιότητα της πίστης του στη σωτηριώδη διδασκαλία της επίσημης Εκκλησίας.
Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες μετά την Πεντηκοστή η εκκλησιαστική ενότητα δοκιμάσθηκε σκληρά από αιρετικές ομάδες, οι οποίες ξεπήδησαν από τους ίδιους τους κόλπους της Εκκλησίας, όσο και από ετεροδιδασκαλίες, οι οποίες είχαν ως αφετηρία θύραθεν φιλοσοφικά συστήματα και στόχευαν στη νόθευση της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, την οποία διαφύλαττε η Εκκλησία, μέσα από την κάθετη αποστολική διαδοχή της πίστης.
Το φαινόμενο των αιρέσεων υπήρξε τις περισσότερες φορές υπερτοπικό, με την έννοια ότι οι κακοδοξίες που ξεπρόβαλλαν κάθε τόσο, πολλές φορές, γρήγορα εξαπλώνονταν σε όλη την Ορθόδοξη Ανατολή και φύτρωναν σαν τα ζιζάνια στον οικουμενικό εκκλησιαστικό αγρό. Και όλα αυτά σε εποχές κατά τις οποίες οι μετακινήσεις και οι επικοινωνίες δεν ήσαν κάτι εύκολο. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα πολυάριθμα γνωστικά συστήματα που άνθησαν στο αλεξανδρινό πνευματικό περιβάλλον, καθώς και την αρειανική κακοδοξία, για να περιορισθούμε σε δύο χτυπητά παραδείγματα, που προκάλεσαν μακροχρόνιες έριδες και αναταραχές, με επώδυνες συνέπειες για την εκκλησιαστική ενότητα και τη σταθερότητα του ποιμνίου στην αυθεντική πίστη.
Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στο ιστορικό παρελθόν, προκειμένου να μην κουράσουμε την εκλεκτή ομήγυρη με ήδη γνωστά ιστορικά μεγέθη. Κάναμε όμως τη μικρή αυτή εισαγωγή μόνο και μόνο για να καταδείξουμε ότι ο κίνδυνος των αιρετικών κακοδοξιών ουσιαστικά στοχεύει την ίδια την εκκλησιαστική ενότητα. Από την άλλη δε το φάρμακο για την ίαση των παρεκτραπέντων μελών του ποιμνίου μας αποτελεί η συνεχής και συστηματική διδακτική παρουσία των ιερέων τόσο σε περιφερειακό ενοριακό επίπεδο, αλλά και ημών των επισκόπων σε πιο κεντρικό επίπεδο.
Γίνεται συνεπώς κατανοητό, πόσο δύσκολος είναι ο ρόλος των εκκλησιαστικών ταγών, σε μία εποχή, κατά την οποία η διασπορά μιας κακοδοξίας είναι πολύ εύκολη υπόθεση, άλλο τόσο δε πιο εύκολη υπόθεση είναι η ταχύτατη διάδοσή της, και άλλο τόσο πιο δύσκολη υπόθεση καταντά η καταπολέμησή της και κατά συνέπεια η προφύλαξη του ποιμνίου.
Η τελευταία δυσκολία γίνεται εμφανέστερη και αποκτά τραγικές πολλές φορές διαστάσεις σε περιβάλλοντα όπως το αφρικανικό. Δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση να υποβαθμίσουμε τους κινδύνους και τη δύσκολη αποστολή των εν Χριστώ εκλεκτών αδελφών, οι οποίοι ποιμαίνουν εκκλησιαστικές κοινότητες σε περισσότερο παραδοσιακές κοινωνίες. Εμείς θα προσπαθήσουμε απλά και μόνο να ψηλαφήσουμε έστω το οξύτατο πρόβλημα των αιρέσεων που απειλούν το ποίμνιο της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ιδιαίτερα τους προσηλύτους στην Ορθοδοξία ιθαγενείς.
Κατά τη γνώμη μας το όλο θέμα μπορεί να προσεγγισθεί ορθά, μόνο αν ληφθεί υπόψιν η αφετηριακή διαπίστωση ότι το αφρικανικό περιβάλλον είναι καθεαυτό ευάλωτο, αν όχι καλός αγωγός των πολυαρίθμων λαϊκών κακοδοξιών της Μαύρης Ηπείρου. Πράγματι, αν δεν λάβουμε σοβαρά υπόψιν το γεγονός ότι ο προσερχόμενος στην Ορθοδοξία ιθαγενής Αφρικανός είτε είναι εμποτισμένος είτε μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον, στο οποίο ανθίζουν ή κυριαρχούν τόσες και τόσες κακοδοξίες, τότε ματαιοπονούμε. Πρέπει, λοιπόν, να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός ότι δεν μπορεί να προσεγγίσουμε τον Αφρικανό πιστό μέσα από το δικό μας πρίσμα.
Πράγματι, το αφρικανικό περιβάλλον είναι τελείως ξένο προς τα πνευματικά και πολιτιστικά δεδομένα, μέσα στα οποία ανδρώθηκε και εξελίχθηκε το σωτηριώδες μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού. Εξάλλου είναι αυτονόητο ότι αγνοεί και μάλλον αδυνατεί συνήθως να κατανοήσει τις διεργασίες που συντελέσθηκαν στην εξέλιξη του χριστιανικού δόγματος.
Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές ότι η προσπέλαση στον εντόπιο πληθυσμό μπορεί να γίνει μόνο με την προσεκτική διοχέτευση του μηνύματος της Αγίας Γραφής. Και λέμε προσεκτική, διότι η απλουστευτική παρουσίαση του ευαγγελικού μηνύματος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θυσιάζει βασικές αρχές του ορθοδόξου δόγματος.
Από την άλλη βέβαια, η δυσκολία που ανακύπτει στη διαδικασία της ιεραποστολής είναι μεγάλη και από την πλευρά των ήδη προσηλύτων στην ορθοδοξία, αφού παρατηρείται το λυπηρό φαινόμενο οι νεόφυτοι πολλές φορές να αδυνατούν να εγκαταλείψουν κυρίαρχα ήθη του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν, όπως οι μαγικές τελετές και δοξασίες, η πολυγαμία, η προγονολατρεία κ.λ.π.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι εκτροπές της λαϊκής ευσέβειας δεν απουσιάζουν στις λεγόμενες πολιτισμένες χώρες, ιδιαίτερα μάλιστα κατά το παρελθόν. Στην Αφρική όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, αφού δεν υφίσταται κάποιο ανάλογο πολιτισμικό και πνευματικό υπόβαθρο, το οποίο μπορεί σε κάθε περίπτωση να συντελέσει, εύκολα ή δύσκολα, στην ίαση παρεκτροπών. Η μαύρη ήπειρος αποτελεί μία περιοχή, η οποία γνώρισε επί αιώνες την καταπίεση και αναγκάσθηκε να ζήσει στο πιο μαύρο σκοτάδι της πνευματικής ανυπαρξίας.
Θεωρήσαμε μεθοδολογικά ορθό να προσεγγίσουμε υπό την ανωτέρω προοπτική το θέμα που διαπραγματευόμασθε, γιατί μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί από τη μία πλευρά η άνθηση των πολυδαίδαλων και πολυάριθμων αιρετικών κακοδοξιών και από την άλλη η τραγική εν πολλοίς δυσκολία να εκριζωθούν αυτές από τη λαϊκή ευσέβεια και πνευματικότητα.
Από τα ανωτέρω εξάλλου καθίσταται σαφές ότι η αλεξανδρινή Εκκλησία αντιμετωπίζει το θέμα της παραθρησκείας και των αιρέσεων υπό τελείως διαφορετική προοπτική. Έτσι, για παράδειγμα, το φαινόμενο της λεγομένης Νέας Εποχής, ως εκ της φύσεως της επικίνδυνης αυτής αιρετικής κίνησης, δεν μπορεί να αποτελέσει μεγαλύτερη απειλή, αυτό καθ’ εαυτό, για το ποίμνιο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, από τη συνήθεια των ιθαγενών να θεοποιούν τη φύση και τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, ή από τη συνήθεια τους να υπερβάλλουν στην άσκηση μαγικών τελετών.
Επιχειρώντας κάποιος να σταχυολογήσει τις σημαντικότερες αιρετικές ομάδες και παραθρησκευτικές κινήσεις στην αφρικανική ήπειρο δεν έχει ασφαλώς εύκολο έργο. Ούτε και πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να οριοθετηθούν και να καταταχθούν αυτές, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν στην ευρύτατη και δύσκολα προσπελάσιμη αυτή περιοχή.
Είναι γεγονός ότι η οργανωμένη ορθόδοξη ιεραποστολή στην Αφρική αποτελεί φαινόμενο των τελευταίων κυρίως δεκαετιών. Δεν εδημιούργησε προβλήματα ως η μισσιοναριστική δραστηριότητα των προτεσταντών και των ρωμαιοκαθολικών, η οποία εκδηλώθηκε χρονικά ταυτόχρονα με τις αποικιοκρατικές εξορμήσεις και είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στην επικοινωνία με τους εντόπιους πληθυσμούς. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι με την πάροδο του χρόνου εξυπηρετούσαν λιγότερο τον σκοπό της διάδοσης του Ευαγγελίου και περισσότερο τους στόχους των αποικιοκρατών. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη συνειρμική σύνδεση Χριστιανισμού και Αποικιοκρατίας, κάτι που οδήγησε στην αυτόματη δημιουργία παραθρησκειακών ομάδων, οι οποίες περισσότερο εξέφραζαν κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα των καταπιεζομένων μαύρων πληθυσμών και λιγότερο αποσκοπούσαν να καλλιεργούσουν το χριστιανικό πνεύμα μεταξύ των τοπικών πληθυσμών. Στην προσπάθειά τους δε να προσελκύσουν πιστούς υιοθετούσαν πολλά στοιχεία της τοπικής θρησκευτικότητας, η οποία είναι ασύμβατη τις περισσότερες φορές με βασικές χριστιανικές αντιλήψεις. Για τον λόγο αυτό εξάλλου και οι περισσότερες από αυτές τις αιρετικές ομάδες έχουν βραχύτητα χρονική και στενότητα τοπική.
Αναφέρουμε για παράδειγμα τις λεγόμενες Σιωνιτικές Εκκλησίες, οι οποίες άνθησαν κατά το διάστημα του Μεσοπολέμου, προβάλλοντας το αίτημα της αποδεσμεύσεως των Αφρικανών Χριστιανών από τον ασφυκτικό έλεγχο και τη σκληρή καταπίεση των διαφόρων δυτικοευρωπαϊκών μισσιοναρικών κινήσεων, αίτημα που ουσιαστικά στόχευε στην αντίδραση κατά της ασκούμενης καταπιέσεως των μαύρων από τους λευκούς αποικιοκράτες.
Δεν θα εισέλθουμε εδώ στο θέμα του διομολογιακού ανταγωνισμού, ο οποίος πολλές φορές έβλαψε και βλάπτει την παρουσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στον ιεραποστολικό χώρο, για λόγους που είναι λίγο ως πολύ γνωστοί. Και μόνο το χρηματοοικονομικό μέγεθος αν αναφέρει κανείς για μία περιοχή, στην οποία οι θάνατοι από την πείνα, τη δίψα και τις αρρώστιες αποτελεί σύνηθες φαινόμενο, κατανοεί τις τρομακτικές δυσκολίες που ανακύπτουν για τους ορθοδόξους ιεραποστόλους.
Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε αυτό το μέγεθος, διότι αποτελεί τη μεγαλύτερη ουσιαστικά απειλή για την Ορθοδοξία στην Αφρική, αν δεν θέλουμε η πίστη, την οποία μεταφέρουμε κατ’ αποστολική διαδοχή μέσα από πολλές αντιξοότητες, τελικά να περιορισθεί στο ελληνόφωνο ποίμνιο, το οποίο και αυτό σε τελική ανάλυση ακολουθεί φθίνουσα πορεία στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, λόγω της αυξανόμενης πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας. Επειδή το θέμα όμως είναι γνωστό δεν θα σας κουράσω με περισσότερες λεπτομέρειες.
Αντίθετα, θεωρώ καλό να περάσω στη σκιαγράφηση της “αιρετικής ανατομίας” της αφρικανικής ηπείρου, και ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός που μόλις χρησιμοποίησα. Όπως ήδη ανέφερα, οι τοπικοί πληθυσμοί παρουσιάζουν μία εγγενή ροπή προς την κακοδοξία, λόγω κυρίως των συνθηκών και του όλου πνευματικού τους υποβάθρου και περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσονται. Όπως πάλι ανέφερα, οι μαγικές τελετές (βουντού κ.λ.π.), καθώς και η θεοποίηση στοιχείων και φαινομένων της φύσεως, αποτελούν στοιχεία της τοπικής θρησκευτικότητας, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να εξοβελισθούν άμεσα. Σ’ όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν ανιμιστικές αντιλήψεις , η προγονολατρεία, ένας δηλαδή διάχυτος και συνεπακόλουθος των ανωτέρω πανθεϊσμός, καθώς και ηθικές αντιλήψεις και συνήθεις (πολυγαμία), ασύμβατες προς τον ευαγγελικό τρόπο ζωής, δύσκολα όμως ανατρέψιμες.
Οι Ανεξάρτητες Αφρικανικές Εκκλησίες αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα των αφρικανικών δεδομένων που αντιμετωπίζει καθημερινά η ιεραποστολική δραστηριότητα. Υπό τον ανωτέρω ευρύτερο όρο νοούνται ειδικότερες θρησκευτικές κινήσεις, με σχετική οργάνωση, οι οποίες άρχισαν να ιδρύονται από τις αρχές του αιώνα μας. Μέσα από αυτές τις ομάδες υπάρχει μια ευρύτατη ποικιλία χριστιανικών πρακτικών. Το ενοποιό στοιχείο όλων αυτών των ομάδων αποτελεί η υποψία έναντι όλων των σημαντικότερων ιεραποστολικών οργανωμένων εκκλησιών και η τάση να οδηγήσουν τους τοπικούς πληθυσμούς σε μία πορεία ανεξάρτητη από αυτές.
Πολλές από αυτές θρησκευτικές ομάδες περιορίζονται σε μία οργανωμένη συγκέντρωση, ενώ άλλες εξαρτώνται από χαρισματικούς ηγέτες. Μία τέτοια θρησκευτική ομάδα είναι και η αποκαλουμένη εκκλησία του Κιμπανγκού, η οποία ιδρύθηκε το 1921 από τον Σίμων Κιμπανγκού στο σημερινό Ζαΐρ, έγινε μάλιστα αποδεκτή το 1969 και στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει αφ’ ενός να επισημανθεί η επιρροή που ασκούν τέτοια άτομα, τα οποία θεωρούνται ότι έχουν προφητικά χαρίσματα και τελικά καταλήγουν να λατρεύονται από τους πιστούς τους, αφ’ ετέρου δε η ακολουθηθείσα τακτική από το ΠΣΕ, ιδιαίτερα κατά το παρελθόν. Η εν λόγω θρησκευτική ομάδα αριθμεί σήμερα περί τα τρία εκατομμύρια οπαδούς στο Ζαϊρ και τις όμορες χώρες, ενώ μέλη της βρίσκονται επίσης στη Δ.Ευρώπη και τις Η.Π.Α.
Άλλες συσσωματώσεις βέβαια, οι οποίες περιγράφονται με τον όρο Ανεξάρτητες Αφρικανικές Εκκλησίες, έχουν την τάση να εξαρτώνται λιγότερο από ένα ή δύο χαρισματικά άτομα. Η αποτελεσματικότητα βέβαια όλων αυτών των αιρετικών παραθρησκευτικών ομάδων έγκειται στην ευκολία με την οποία συνδυάζουν κάποιες χριστιανικές διδασκαλίες με τις παραδοσιακές αφρικανικές ευαισθησίες. Για παράδειγμα, τονίζουν με ιδιαίτερη έμφαση τη δυνατότητα ιάσεως των ασθενών μέσα από διάφορες τελετές, καθώς επίσης αποδίδουν κεντρική λατρευτική σημασία στο χορό, το τραγούδι, την ιεραρχία και την καθιερωμένη τάξη, δίνοντας έτσι ένα αίσθημα ασφαλείας και μία ταυτότητα στα μέλη των κοινωνιών, οι οποίες πολύ συχνά βρίσκονται σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης και κοινωνικής καταπίεσης.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι οι διάφορες αυτές αιρετικές ομάδες βρίσκουν γόνιμο έδαφος για να καλλιεργήσουν τον αιρετικό σπόρο τόσο στην έλλειψη κατανόησης που επιδεικνύουν πολλοί, δυτικοί κυρίως ιεραπόστολοι, όσο και στη διενεργούμενη γεφύρωση τοπικών δοξασιών προς τον Χριστιανισμό, γεφύρωση όμως, που δεν διαφυλάσσει αλώβητο το ορθόδοξο δόγμα ακόμη και σε βασικές του αρχές.
Πιστεύω λοιπόν, ότι αντί να ακολουθήσουμε τον εύκολο αυτό, αλλά επικίνδυνο δρόμο, είναι καλύτερο να προχωρούμε με αργά, αλλά σταθερά και ορθά βήματα. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κάνουμε πραγματική ιεραποστολή, και όχι αποστολή. Σκοπός μας δεν είναι σε καμμία περίπτωση να δημιουργήσουμε πολυάριθμους ασύνειδους χριστιανούς, αλλά λαό εκλεκτό, τίμιο και αποβλέποντα στη βασιλεία του Θεού, μέσα από το ευαγγελικό μήνυμα. Άλλως, θα έχουμε εφήμερα και μόνο αποτελέσματα, όπως εφήμερες είναι και οι ποικιλώνυμες αυτές αιρετικές ομάδες.
Καθίσταται σαφές, ότι η αφρικανική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από μία ιδιαιτερότητα στο θέμα της γενέσεως, της αναπτύξεως και της επιρροής των αιρετικών ομάδων και της παραθρησκείας, ιδιαιτερότητα, η οποία, όπως αρκούντως τονίσαμε, οφείλεται σε παράγοντες, τους οποίους μόλις αναλύσαμε. Για τον λόγο αυτό εξάλλου αποφύγαμε την παράθεση ονομάτων και θεωριών, και επιλέξαμε να κατατάξουμε τις διάφορες αιρέσεις ειδολογικά.
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου