Η ιεραποστολή σαν έννοια προήλθε από τη λέξη ιεραποστολεύς. Αυτή η λέξη προέκυψε εκ της συγχρόνου ιεραποστολικής δραστηριότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συναντάται για πρώτη φορά στο ιεραποστολικό Δελτίο αριθμό 2/1 Απριλίου 1964 της Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως, εκδιδόμενο υπό του εν Καμπάλα της Αφρικής εδρεύοντος αρχιερατικού επιτρόπου, αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπασαραντοπούλου. Δια του όρου αυτού επιχειρείται να αποδοθεί η έννοια της ιεραποστολής γενικά και ειδικότερα των εκάστοτε αρχών, ομάδων ή προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με την ευθύνη της αποστολής ιεραποστόλων και της υποστηρίξεως εν γένει της ιεραποστολής.
Έτσι η Ορθόδοξος Εκκλησία επεριεπλάκει ευθύς εξ αρχής σε σκληρούς αγώνες αφενός μεν εναντίον εσωτερικών εχθρών, όπως είναι οι αιρέσεις, αφετέρου δε εναντίον των έξωθεν προσβαλλόντων αλλόδοξων επιδρομέων, ιδίως των ισλαμικών φυλών και των Τατάρων, ουδέποτε παρέλειψε το καθήκον της ασκήσεως ιεραποστολής. Παρόλα αυτά η θεωρητική έρευνα επί των γενικών αρχών της ιεραποστολής και η συστηματική έκθεση της Ορθοδόξου διδασκαλίας περί αυτής δεν απετέλεσαν μέχρι σήμερα αντικείμενο ενασχολήσεως της θεολογίας μας. Ακόμα περισσότερο, αποτελεί έκπληξη η διαπίστωση ότι στο σύνολο της εκκλησιαστικής γραμματείας ο περί ιεραποστολής λόγος, τόσο ο θεωρητικός, όσο και ο περί την μέθοδο αυτής ασχολούμενος, ελάχιστη θέση καταλαμβάνει. Με αυτό τον τρόπο κάθε καταβαλλόμενη προσπάθεια συνθετικής παρουσίασης των αρχών που διέπουν την ιεραποστολή έχει να αντιμετωπίσει πολλές δυσχέρειες, παραμένει όμως πάντοτε εντός των ορίων μιας πρώτης προσεγγίσεως του θέματος.
Χρησιμοποιώντας για μας τον όρο «ιεραποστολή» εννοούμε το έργο της κήρυξης του Ευαγγελίου και τη όλη συναφή δραστηριότητα της Εκκλησίας μας, αφενός μεν προς τους εκτός αυτής, αφετέρου δε προς τους βαφτισμένους, αλλά με χαλαρά σχέση ή διαστάσει προς αυτήν ευρισκομένους. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε περί εξωτερικής ιεραποστολής και στη δεύτερη περί εσωτερικής ιεραποστολής. Ειδικά όμως για τη χρήση του όρου εσωτερικής ιεραποστολής υπάρχουν πολλές δυσκολίες, καθώς το αντικείμενο αυτής δεν είναι σαφώς διαγεγραμμένο, συγχεόμενο πολλές φορές με το κατηχητικό ή ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Επίσης προς περαιτέρω διασαφήνιση του όρου ιεραποστολή θα πρέπει να σημειωθεί, ότι αυτός ο όρος δεν χρησιμοποιείται ως δηλωτικό σημείο στη καταβαλλόμενη προσπάθεια της Εκκλησίας προς ανάκληση των εξ αυτής αποκεκομμένων εξαιτίας σχίσματος ή αιρέσεως, πολύ δε περισσότερο για τις σχέσεις αυτής προς τις μεγάλες Εκκλησίες της Δύσεως Ρωμαιοκαθολικής και Προτεσταντικής ή προς τις άλλες ανατολικές Εκκλησίες.
Κατά τα τελευταία έτη τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα ο όρος ιεραποστολή τείνει, ορθώς άλλωστε, να περιορισθεί εννοιολογικός μόνο εις τα υπό του ενός σκέλους, αυτής, δηλαδή της εξωτερικής ιεραποστολής, διαγραφόμενα πλαίσια. Σε αυτό συμβάλει : Α) Η παρατηρούμενη σήμερα τάση αναπτύξεως του ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας και επεκτάσεως αυτού στα υπό του όρου «εσωτερική ιεραποστολή» διαγραφόμενα αντικείμενα. Β) Η απόκτηση της υπό του όρου «εξωτερική ιεραποστολή» εκφραζόμενης έννοιας πραγματικού περιεχομένου εξ αφορμής των εν Αφρική και Ασία νεοπαγών Ορθοδόξων ιθαγενών Εκκλησιών και με τη μέχρι σήμερα εναργέστερο συνειδητοποιήσεως του καθήκοντος της Εκκλησίας προς τους εκτός αυτής. Ιεραποστολή ως λέξη είναι δημιούργημα του παρόντος αιώνος, προέρχεται δε κατά πάσα πιθανότητα εκ του αναλόγου όρου “mission” ο οποίος χρησιμοποιείτε στην Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική Εκκλησία.
Αιτία όμως της ιεραποστολή είναι ο ίδιος ο Θεός. Επειδή κατά την ουσία του είναι, αγάπη (Α΄Ιω.δ΄8,Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος ΚΒ΄,PG 25, 1136 A),εξ αγάπης δημιούργησε τον άνθρωπο και εξακολουθεί να αγαπά αυτόν και μετά την εξ αυτού απομάκρυνση. Η προς τον πεπτωκότα άνθρωπο αγάπη του Θεού εκφράζεται δια της θελήσεώς του προ σωτηρία. Η θέληση αυτή του Θεού στο επιμέρους έργο της σωτηρίας κάθε ανθρώπου όχι μονό προηγείται από κάθε συναφούς ανθρώπινης θελήσεως, αλλά αποτελεί το γενεσιουργό αίτιο αυτής. Τέλος η θέληση του Θεού προς σωτηρία δεν αποτελεί μια αφηρημένη, αδρανή γνωστική κατάφαση, αλλά μια συγκεκριμένη και ενεργό βούληση, η οποία εκδηλώνεται δια της ιεραποστολής. Κατά συνέπεια ο Θεός θέλει την ιεραποστολή.
Ο σκοπός της Ιεραποστολής ταυτίζεται με το σκοπό της σωτηριολογικής αποστολής του Χριστού, της υποταγής των πάντων εις τον Πατέρα, «ίνα ή ο Θεός πάντα εν πάσιν» (Α΄Κορ. ιε ΄ 28).
Πρωτεύον και κύριο πρόσωπο της Ιεραποστολής είναι ο Θεός. Αυτός δημιούργησε προαιώνια το σχέδιο της θείας οικονομίας δια τη σωτηρία και επαναγωγή του ανθρώπου εις αυτόν και αυτός ασκεί την ιεραποστολή. Και πρώτα μεν προετοιμάζει των άνθρωπο δια της φυσικής αποκαλύψεως και του εξ αυτής απορρέοντος ηθικού, νόμου, μετά δε ολοκληρώνει την προετοιμασία αυτή δια της δημιουργίας εκλεκτού λαού, προς τον οποίο αποκαλύπτεται πνευματικός. Ήδη από τη στιγμή αυτή τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος παρουσιάζονται εναργέστερα κατά τη λειτουργία του έργου της σωτηρίας και συγκεκριμένα ο Πατήρ δια των πολλαπλών εντολών και του εν Σινά Νόμου, ο Υιός δια της ακολουθίας τον Ισραήλ ζωηφόρου πνευματικής πέτρας και το Άγιο πνεύμα δια του κηρύγματος των προφητών. Έκδηλος πλέον καθίσταται η δραστηριότητα εκάστου των τριών προσώπων, όταν συντελεσθεί ο προκαθορισμένος καιρός και η ανθρωπότητα δέχεται το πλήρωμα της θεότητας σωματικώς. Ο πατήρ καθορίζει το χρόνο της ενσαρκώσεως και αποστέλλει τον Υιό του. Ο Υιός δια της επιφανείας του, της θυσίας του και της αναστάσεως του προβαίνει προς τη ανεπανάληπτη χειρονομία της τελεσίδικης και εφάπαξ λυτρώσεως του ανθρώπου και της εξ αυτού, όντος ακρογωνιαίου, θεμελιώσεως της Εκκλησίας. Τέλος το Άγιο Πνεύμα συνεχίζει το έργο της σωτηρίας φρουρώντας και οδηγώντας την Εκκλησία. Ειδικά για το έργο της ιεραποστολής η Καινή Διαθήκη παρέχει πολλές μαρτυρίες, ότι και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος συμμετέχουν ενεργώς. Πρβλ. στην εκλογή των αποστολών : Πατήρ : Α΄ Κορ.α΄1, ιβ΄28, Γαλατ.α΄15, Εφεσι.γ΄ 7, Α΄Θεσσαλ.β΄4. Υιός : Πραξ.α΄24, θ΄15, κβ΄21, Εφεσι.δ΄11, Β΄Κορ.ι΄8, ιγ΄, 10. Άγιο Πνεύμα : Πραξ.ιγ΄2. Στην επιστασία και άσκηση ιεραποστολής : Πατήρ : Πραξ.η΄26, θ΄ 10, ιστ΄10, Ρωμ.α΄10, Γαλατ.α΄16, β΄1, Α΄ Θεσσαλ.γ΄11, Εβρ.β΄4, γ΄19. Υιός : Πραξ.ιστ΄ 7, ιη΄9, Ρωμ.ιε΄18, Α΄Κορ.ιστ΄ 7, Κολοσα.α΄29, Β΄ Τιμ.δ΄17. Άγιο Πνεύμα : Πραξ.θ΄31, ιγ΄ 4, ιδ΄26, ιστ΄6 κ.εξ., Εβρ.β΄4, Α΄Πετρ.α΄12. Στη μεταστροφή : Πατήρ :Ιω.στ΄44, ιζ΄6, Πραξ.β΄39, ιδ΄27, Ρωμ.η΄29 κ.εξ.,Εφεσι.α΄4,11, Κολοσα.δ΄3, Ιακ.α΄18 κ.λπ.. Υιός : Ματθ.ια΄27, Λουκ.ι΄22, Πραξ.β΄47, 21. Άγιο Πνεύμα : Πραξ.θ΄31.
Δεύτερο πρόσωπο της ιεραποστολής είναι τα λειτουργικά Πνεύματα. Τόσο στην αρχαία εποχή, όσο και κατά τι ημέρες της σωτηρίας οι άγγελοι «διακονούν»(Εβρ. Α΄14) το θείο σχέδιο, εκτελώντας τα προς αυτούς υπό του Θεού δοσμένες εκάστοτε εντολές, ή εκπληρώνοντας το έργο που τους έχει ανατεθεί. Η Καινή Διαθήκη μνημονεύει πολλές φορές τους αγγέλους και τις συνεργασίες τους στο έργο της σωτηρίας. Εκτός της δραστήριας συμμετοχής των αγγέλων κατά το χρόνο περί την ενσάρκωση και σταύρωση αναφέρονται άγγελοι και κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους. Η μεταστροφή του Αιθίοπος της Κανδάκης έχει την αφετηρία της στη δια αγγέλου μεταβιβασθείσα σχετική εντολή του Θεού προς τον Φίλιππο(Πραξ.Η΄26), όμοια συμμετοχή έχουμε κατά την μεταστροφή του Κορνηλίου(Πραξ. Ι΄3), τέλος γίνεται λόγος στην Αποκάλυψη περί ενός είδους εσχατολογικού ευαγγελισμού των ανθρώπων από αγγέλου(Αποκ. Ιδ΄6. Ωριγένης, Εις το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο εξηγητικών Ι΄,14 ,83). Επί πλέον η Καινή Διαθήκη γνωρίζει αγγέλους στους οποίους έχουν διαπιστευθεί άνθρωποι( Ματθ.ιη΄10, Πραξ. ιβ΄15). Ο Ισραήλ καλλιεργούμενος από το Άγιο Πνεύμα δια των προφητών προήχθη συν το χρόνο στη συνηδειτοποίειση μιας ευρύτερης αποστολής, την οποία είχε να επιτελέσει μεταξύ των εθνών και η οποία εκδηλώνεται στην αντίληψη περί της παγκοσμιότητας του Θεού και στην εσχατολογική προσδοκία της επιστροφής των λαών προς προσκύνηση του Θεού στην Ιερουσαλήμ(Ής.β΄1-3,κε΄6-9, Ιερ.γ΄ 17, Αγγ.β΄6-9, Ζαχ.η΄20, Ψαλμ.μστ΄10,βιβλίο Ιωνά- ιεραποστολικού χαρακτήρα νοήματα συναντάμε μόνο στο περί του παιδός Κυρίου λόγο του Ησαίου μβ΄1-7, μθ΄1-7). Η κεντρομόλος αυτή περί σωτηρίας των εθνών αντίληψής του Ισραήλ καταργείται δια του μυστηρίου της κενώσεως του Υιού του Θεού. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού και ως επί γης διαιώνισης της ενσαρκώσεως του Λόγου δεν είναι μόνο «κιβωτός», «αυλή», «Ιερουσαλήμ», που συνάζει όλους προς αυτήν, προσφέροντας ασφάλεια και προστασία, αλλά καλείται, να συμμετέχει στην ιερουργία του Ευαγγελίου του Θεού στα έθνη. Η εντολή του «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη»(Ματθ.κη΄19) και στην αρχιερατική προσευχή «καθώς απέσταλκέν με ο πάτηρ, καγω πέμπω υμάς»(Ιω.κ΄21), αποδεικνύουν το παραπάνω διαγραφόμενο καθήκον στην Εκκλησία. Η ιεραποστολή δεν αποτελεί μια πλευρά της εκκλησιαστικής δραστηριότητας, έστω και τη πλέον σημαντική, αλλά συνιστά ένα ουσιώδες στοιχείο αυτής της υποστάσεως της Εκκλησίας.
Τρίτο πρόσωπο οι άνθρωποι. Ο Θεός θεωρεί ως πλέον σύμφορον για τον άνθρωπο τη χρησιμοποίηση αυτού του ιδίου ως συνεργάτη στο έργο της σωτηρίας. Για αυτό ο Θεός από την αρχή εξέλεξε ανθρώπους για να διαμηνύσουν τα θελήματά του, να προβούν σε πράξεις επ’ονόματί του και να κηρύξουν τον λόγο Του. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους δεν προέρχονταν από τον εκλεκτό λαό και παρόλα αυτά αναδείχτηκαν σε τέτοιο βαθμό πιστοί εκτελεστές των εντολών του Θεού, ώστε η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη τους (πρλβ. Ενώχ, Νώε, Μελχισεδέκ, Ιώβ, Ρούθ, κ.λπ.). Η ενανθρώπηση του Λόγου επιβεβαιώνει κατά τρόπο τελεσίδικο τη θέληση του Θεού, πως ο άνθρωπος συντρέξει στο έργο της σωτηρίας, τόσο της δικής του, όσο και των άλλων. Ο άνθρωπος καλούμενος στην πίστη καλείται και δια την ιεραποστολή. Η άσκηση της ιεραποστολής δε προϋποθέτει απαραιτήτως μεσολάβηση της Εκκλησίας(Μαρκ.ε΄19, Λουκ.η΄39 και Μαρκ.θ΄39, Λουκ.θ΄50. Πρλβ. Αριθμ. Ια΄29, Α΄ Κορ.ιβ΄3, Πραξ.ιη΄25) υποχρεώνει όμως τη κατά πάντα αναγνώριση της ως του μόνου επί γης φορέως της σωτηρίας.
Από τον ειδικό σκοπό της ιεραποστολής συνάγεται ότι αντικείμενο αυτής είναι οι μη χριστιανοί, συγκεκριμένα όλοι οι μη βαπτισμένοι, διότι το βάπτισμα αποτελεί ουσιώδες διακριτικό γνώρισμα αυτών και των πιστών. Κατά συνέπεια όλο εκείνο το πλήθος των ανθρώπων, οι οποίοι σήμερα στις χώρες της ιεραποστολής σέβονται τον Χριστό, αλλά δε προσέρχονται στο βάπτισμα ή αυτοί που ανήκουν στη σύγχρονη κίνηση των λεγόμενων χριστιανών άνευ Εκκλησίας δεν παύουν να αποτελούν αντικείμενο της ιεραποστολής, διότι η συνειδητή άρνηση της αποδοχής του βαπτίσματος, σημαίνει ηθελημένη παραγνώριση της Εκκλησίας, δηλαδή αποστέρηση με ιδία θελήσει της σωτηρίας. Αλλά ακόμα και εκείνοι που επίστευσαν και προετοιμάζονται δια το βάπτισμα ανήκουν στο χώρο του αντικειμένου της ιεραποστολής. Ως εκ τούτου η κατήχηση των φωτιζομένων είναι αναπόσπαστο μέρος της ιεραποστολής, ενώ η διδασκαλία των νεοφωτίστων είναι έργο της ποιμαντικής. Εξ αντιθέτου όλες οι μορφές νεοπαγανισμού είτε ως άρνηση της πίστεως, είτε ως αμφιβολία περί της γνησιότητας του βαπτίσματος, εξ αφορμής της προσελεύσεως σε αυτό εξαιτίας καθαρά κοινωνικών και όχι εν επιγνώσει του μυστηριακού χαρακτήρος αυτού, δεν αποτελούν αντικείμενο της ιεραποστολής.
Ως προς το κίνητρο της ιεραποστολής διακρίνουμε το επί μέρους και το γενικό. Ήδη στη Καινή Διαθήκη προβάλλεται η ιεραποστολή υπό πολλές μορφές. Η ιεραποστολή κατανοείται ως εντολή Θεού(Πραξ.ι΄42 : «παρήγγειλεν». Πρβλ. Ματθ. Κη΄,19), ως οφειλή (Ρωμ.α΄14) και ως ανάγκη(Α΄ Κορ.θ΄10). Στα παραπάνω κίνητρα μπορούν να προστεθούν και πολλά άλλα αναλόγως της εν Χριστό οικοδομής του ασκούντος την ιεραποστολή, αμοιβή (Μαρθ.ε΄19), η φιλοτιμία (Ωριγένης, Ομιλίες ελληνικές προς τον Ιερεμία 12,8), η σωτηρία του ασκούντος την ιεραποστολή (Κλημ. Αλεξαδρεύς, Σρωματείς VII, 52, 3) κ.λπ. Το γενικό και κύριο ώμος κίνητρο της ιεραποστολής δεν μπορεί να είναι άλλο από την αγάπη, δηλαδή η δύναμη η θέσασα σε ενέργεια όλο το σχέδιο της θείας οικονομίας. Εφόσον ο Θεός Πατήρ παρωθείται στο έργο της σωτηρίας εξ αγάπης, ο δε Υιός ενσαρκώνεται και πάσχει εξ αγάπης για τον αμαρτωλό άνθρωπο, καλείται και ο ιεραπόστολος να αποκαθάρει το κίνητρό του και να καταστήσει αυτό πλήρες αγάπης, με τη πεποίθηση ότι σε αυτό τοποθετεί τον ιεραποστολικό του ζήλο και την όλη σχετική δραστηριότητα του επί της μόνης ορθής βάσεως.
Από τη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια. Εκδότης Α. Μαρτίνος. Τόμος 6, σελ. 763.