Η ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΜΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Ηλίας Βουλγαράκης
Όλοι ξέρουμε ότι ο Χριστιανισμός διαδόθηκε σε
ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία στους τρεις πρώτους αιώνες. Ξέρουμε επίσης ότι
η διάδοση αυτή προχώρησε τόσο πλατιά και τόσο βαθιά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα
της εποχής εκείνης, που η αναγνώριση του Χριστιανισμού από μέρους του Μεγάλου
Κωνσταντίνου ήρθε σαν ώριμος καρπός και θεία επιβράβευση της μακραίωνης
ιεραποστολικής προσπάθειας της πρώτης Εκκλησίας. Ωστόσο λίγοι από μας ξέρουν ότι
η μεγάλη αυτή επιτυχία της Εκκλησίας δεν οφείλεται βασικά στους ιεραποστόλους! Η
άποψη αυτή όσο κι αν φαίνεται περίεργη, η έστω υπερβολική στη διατύπωση της,
είναι Ιστορικά κατοχυρωμένη.
Το έργο των Αποστόλων
Στα πρώτα χρόνια της ζωής της Εκκλησίας το
βάρος της ιεραποστολής έπεσε στους Αποστόλους, μαθητές του Κυρίου. Σε αυτούς
σύντομα προστέθηκε ο απόστολος Παύλος, που η παρουσία του έδωσε νέα και
αποφασιστική ώθηση στη διάδοση της νέας πίστεως. Ο Χριστιανισμός, ξεκινώντας από
τα Ιεροσόλυμα, σχημάτισε ένα τεράστιο τόξο που η άλλη του άκρη έφτανε στη
Δύση.
Ωστόσο, με το κλείσιμο του πρώτου αιώνα,
πληροφορούμεθα από τα κείμενα εκείνης της εποχής για την ύπαρξη ζωντανών
χριστιανικών κοινοτήτων σε πολλές άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας, από τις όποιες
δεν πέρασαν οι Απόστολοι. Αυθόρμητα έρχεται στο νου μας η εικόνα ιεραποστόλων,
μαθητών των πρώτων Αποστόλων, που συνέχισαν το έργο τους και διέδωσαν το
Χριστιανισμό στις πόλεις αυτές. Το περίεργο είναι ότι στα χριστιανικά κείμενα
εκείνης της εποχής, αλλά και της αμέσως μεταγενέστερης, δεν παραδίδονται ονόματα
από τους Ιεραποστόλους αυτούς. Ότι υπήρξαν τέτοιοι ιεραπόστολοι που ανέπτυξαν
αξιόλογη δράση σε τοπικό επίπεδο δεν υπάρχει αμφιβολία. Ορισμένες μαρτυρίες
δίνουν λαβή για ένα τέτοιο συμπέρασμα. Γίνεται σ αυτές λόγος για πρόσωπα που
είχαν διδασκαλικό χάρισμα και περιόδευσαν διάφορους τόπους κηρύττοντας και
κατηχώντας τους ανθρώπους.
Ωστόσο στο μεταξύ είχε κάτι αλλάξει. Κι η
αλλαγή αυτή αφορούσε τον τρόπο της ιεραποστολής. Βασική αιτία για τη μεταβολή
αυτή αποτελούν οι διωγμοί, και ιδιαίτερα οι διωγμοί με τη μορφή που έλαβαν από
την εποχή του αυτοκράτορα Δομιτιανού (81-96 μ.Χ.) και πέρα. Βέβαια οι διωγμοί
ούτε συνεχείς ήσαν, ούτε γενικοί. Ωστόσο κι όταν δεν υπήρχε γενικός διωγμός η
περίπτωση να ξεσπάσει κάποιος σε τοπική κλίμακα από μια έστω ασήμαντη αφορμή δεν
ήταν καθόλου απίθανη. Πολλοί από τους χριστιανούς μάρτυρες υπήρξαν θύματα
τέτοιων συμπτωματικών εκρήξεων του εθνικού όχλου! Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα
δημόσιο ιεραποστολικό κήρυγμα αποτελούσε μια σημαντική αφορμή για διωγμό όχι
μόνο του ίδιου του ιεραποστόλου, αλλά και αυτής της τοπικής εκκλησίας. Ο λόγος
αυτός περιόρισε τις δημόσιες εκδηλώσεις και άλλαξε τη μορφή της ιεραποστολής. Αν
συνέχιζαν τέτοιες εκδηλώσεις, γίνονταν μόνο σε απομακρυσμένα μέρη και με το
πέρασμα του χρόνου ολοένα και περιορίζονταν. Έτσι στα τέλη του δεύτερου αιώνα ο
γνωστός μας Ωριγένης μας πληροφορεί ότι «υπήρχαν μόνο λίγοι πιστοί που ασκούσαν
το έργο του ιεραποστόλου».
Η νέα μορφή ιεραποστολής
Με το σταμάτημα των ιεραποστόλων η
ιεραποστολή δεν διακόπηκε. Στη νέα αυτή περίοδο προσέλαβε μια νέα και πολυδύναμη
μορφή. Πρωταρχικό πια ρόλο αναλαμβάνει η οργανωμένη εκκλησία. Με τρόπο σιωπηρό
συνεχίζει την κατήχηση και το βάπτισμα. Το Ιεραποστολικό όμως έργο δεν το
στήριζε πια στην προσέλκυση των μαζών, αλλά στην προσωπική κλήση των ανθρώπων.
Στην προσπάθεια της αυτή την βοηθούσαν πολλοί παράγοντες. Ένας από αυτούς ήταν
αυτή η ίδια η Εκκλησία που η πνευματική της ακτινοβολία προσέλκυσε τους
ανθρώπους. ʼλλος ήταν το διάχυτο πνεύμα αγάπης που κυριαρχούσε ανάμεσα στους
χριστιανούς. Ένας τρίτος ήταν η πίστη των χριστιανών που για πολλούς απ αυτούς
δεν κάμπτονταν ούτε μπροστά στο μαρτύριο. ʼλλος πάλι ήταν οι διάφορες Σχολές
όπου μορφωμένοι χριστιανοί, με το πρόσχημα της φιλοσοφίας, δίδασκαν τη νέα πίστη
κ.ο.κ.
Ωστόσο ο πιο βασικός απ όλους ήταν η
ιεραποστολή των μη ιεραποστόλων. Ήταν δηλαδή η ιεραποστολή που έκανε ο ένας στον
άλλο. Ο δούλος στον κύριο του, ο παιδαγωγός στο μαθητή του, ο γιατρός στον
άρρωστο, η παραμάνα στο μωρό και στη μητέρα του, η γυναίκα στον άνδρα της (πόσες
επιτυχίες δεν σημείωσαν οι χριστιανές γυναίκες!), ο ταξειδιώτης στο συνοδοιπόρο
του, ο έμπορας στον πελάτη του, ο τεχνίτης στον ομότεχνό του, ο στρατιώτης στο
συνοπλίτη του, ο ναύτης στο συγκωπηλάτη του, με λίγα λόγια ο γνωστός στο γνωστό
του.
Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι η νίκη του
Χριστιανισμού οφείλεται σ αυτή τη μορφή ιεραποστολής. Στη συνέχεια δίνουμε ένα
πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Το εμπόριο του κρασιού και η
ιεραποστολή
Στο κάτω μέρος της Παλαιστίνης, κοντά στα
σύνορα της με την Αίγυπτο βρισκόταν μια πολύ αρχαία πόλη που την έλεγαν, όπως
ακόμη και σήμερα, Γάζα. Στην αρχαιότητα η πόλη αυτή ήταν πασίγνωστη για την
ειδωλολατρία της και για το περίφημο κρασί που έβγαζαν τα αμπέλια της. Ήταν τόσο
φημισμένο που χρησιμοποιόταν ως φάρμακο και γι αυτό το λόγο εξαγόταν μέχρι και
αυτή τη μακρινή για την εποχή εκείνη σημερινή Γαλλία. Κύριος όμως εισαγωγέας του
ήταν η γειτονική Αίγυπτος. Το κρασί αυτό το τοποθετούσαν σε κρατήρες και το
μετέφεραν στο επίνειο της Γάζας, τον Μαϊουμά, για να το φορτώσουν στα
καράβια.
Η Γάζα απείχε από τον Μαϊουμά δύο ώρες δρόμο.
Ωστόσο ενώ ο Μαϊουμάς από τον τρίτο κιόλας αιώνα είχε εκχριστιανιστεί κι είχε
δικό του επίσκοπο, η γειτονική Γάζα δέχτηκε το Χριστιανισμό μόλις στις αρχές του
πέμπτου αιώνα.
Που οφειλόταν αυτό; Η αιτία, σύμφωνα μ ένα
αρχαίο κείμενο, βρίσκεται στο «δια το πολλούς έχειν (ο Μαϊουμάς) Αιγυπτίους
εμπόρους οίνων». Οι Αιγύπτιοι είχαν από πολύ νωρίς δεχτεί το Χριστιανισμό. Έτσι
αυτοί οι ανώνυμοι και άγνωστοι σε μας έμποροι κρασιών, πηγαίνοντας στον Μαϊουμά
για να φορτώσουν το γλυκό κρασί της Γάζας, κερνούσαν τον κόσμο του επινείου από
τον δικό τους «καινόν οίνον της πίστεως», ώσπου τον γεύτηκαν όλοι οι κάτοικοι
του.
Η επικράτηση του Χριστιανισμού στα αρχαία
χρόνια οφείλεται βασικά, από άποψη ανθρώπινης συμμετοχής, σ αυτούς τους
ανεπίσημους Ιεραποστόλους. Διαφορετικά διατυπωμένο, οφείλεται σ ολόκληρη την
Εκκλησία, που είχε βαθιά συνειδητοποιήσει την αποστολή της ως συνεχίστριας του
λυτρωτικού έργου του Χριστού και που ενεργούσε σύμφωνα μ αυτή σαν ένας
άνθρωπος. Έτσι η πρώτη χριστιανική εποχή ενσάρκωνε κατά τον καλύτερο τρόπο την
επιταγή της θεωρίας της ιεραποστολής «ότι η
ιεραποστολή δεν είναι θέμα μόνο των ιεραποστόλων αλλά και όλων των πιστών τόσο
στο σύνολο τους ως Εκκλησία όσο και του καθενός ξεχωριστά».
Ηλίας Βουλγαράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου