Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Ο ιεραπόστολος δεν ενεργεί ποτέ ως μονάδα, αλλά’ είναι ενταγμένος στην Εκκλησία, δηλαδή στο σώμα του Χριστού

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ
 
 
 
Η εβδομάδα που κορυφώνεται στην Κυριακή της Ορθοδοξίας έχει οριστεί από την Εκκλησία μας ως χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου καλούνται τα μέλη της να συγκεντρώνουν με ιδιαίτερη προσοχή τη σκέψη τους στο έργο της Ιεραποστολής. Τους ζητείται από το υστέρημα ή το περίσσευμα τους να ενισχύσουν υλικά το μεγάλο αυτό έργο, που έχει τόσες συγκεκριμένες κι επείγουσες ανάγκες. Είναι κι αυτό μια μορφή κοινωνίας της αγάπης που μεταποιείται σε πνεύμα. Τους ζητείται όμως ιδιαίτερα να συμπαρασταθούν στην ιεραποστολή με την προσευχή τους. Δηλαδή με την ενέργεια εκείνη που εκφράζει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο την καθολικότητα της Εκκλησίας, μια και συνδέει τη γη με τον ουρανό, το παρόν με την αιωνιότητα.
Και τα δύο αυτά αιτήματα που απευθύνει η Εκκλησία στον πιστό λαό μαρτυρούν από μια άλλη πάλι πλευρά την καθολικότητα τους, μια και τα βρίσκουμε στην παράδοση τους από την εποχή κιόλας των Αποστόλων.
Στις σύντομες σκέψεις που θα ακολουθήσουν θα ασχοληθούμε με την προσευχή για την Ιεραποστολή, αφήνοντας σε άλλη ευκαιρία τη συλλογή υλικών προσφορών, που στα παλιά χρόνια ονομαζόταν λογία.
Οι Πράξεις των Αποστόλων μας διηγούνται στο Δ΄ κεφάλαιο ότι, όταν το Συνέδριο των Ιουδαίων άφησε ελεύθερους τους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη, απειλώντας τους όμως με τιμωρίες αν συνέχιζαν να κηρύττουν, αυτοί γύρισαν στους αδελφούς και τους ανακοίνωσαν τα καθέκαστα. Τότε η Εκκλησία ξέσπασε σε προσευχή, που το κύριο αίτημα της ήταν να ενισχύσει ο Θεός τους Αποστόλους «μετά παρρησίας πάσης λαλειν τον λόγον σου» (δ΄ 29). Και το αίτημα αυτό εισακούστηκε. Γιατί αμέσως μετά, μας λένε οι Πράξεις, ο τόπος που προσεύχονταν σάλεψε και «επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ελάλουν τον λόγον του Θεού μετά παρρησίας» (δ΄ 31).
Αυτή η ζωντανή εμπειρία της Εκκλησίας πάνω στη δύναμη της προσευχής έκαμε τους Αποστόλους να ζητούν αυθόρμητα από τους πιστούς να τους συμπαραστέκουν με προσευχές στο έργο της Ιεραποστολής.
Αυτό εννοεί ο απ. Παύλος όταν εκμυστηρεύεται στους πιστούς της Ρώμης το σχέδιο του, να κηρύξει το λόγο στην Ισπανία και τονίζει ότι αυτοί θα τον προπέμψουν προς τα εκεί (Ρωμ. ιε΄ 24). Το ίδιο επίσης εννοεί όταν ζητά από τις διάφορες Εκκλησίες να προσεύχονται γι’ αυτόν (Α΄ Θεσ. ε΄ 25, Έβρ. ιγ΄ 18). Ακόμη πιο απερίφραστα, για μας, το διατυπώνει στους Θεσσαλονικείς, όταν λέει «Το λοιπόν προσεύχεσθε, αδελφοί, περί ημών, ίνα ο λόγος του Κυρίου τρέχη και δοξάζηται, καθώς και προς υμάς» (Β΄ Θεσ. γ΄ 1). Την ίδια παράκληση επαναλαμβάνει και στις επιστολές που έγραψε από τη φυλακή στη Ρώμη: «... προσευχόμενοι... και υπέρ εμού, ίνα μοι δοθή λόγος εν ανοίξει του στόματος μου», για να γνωστοποιήσω άφοβα «το μυστήριον του ευαγγελίου» (Εφ. στ΄ 18, 19) η «...προσευχόμενοι... και περί ημών, ίνα ο Θεός ανοίξη ημίν θύραν του λόγου...» (Κολ. δ΄ 3).
Ο ιεραπόστολος, έστω κι αν έχει κληθεί προσωπικά από τον ίδιο το Χριστό, όπως ο απ. Παύλος, δεν ενεργεί ποτέ ως μονάδα, σαν ένα είδος ακροβολιστή, αλλ’ είναι ενταγμένος στην Εκκλησία, δηλαδή στο σώμα του Χριστού. Έτσι το έργο του, όσο κι αν διακρίνεται από μεγάλα κατορθώματα, δεν είναι δικό του, αλλά της Εκκλησίας. Της Εκκλησίας που προσεύχεται γι’ αυτόν. Της Εκκλησίας που φυτεύεται από αυτόν. Της Εκκλησίας που διαρκώς ευρύνεται για να περιλάβει σωτηριολογικά στους κόλπους της όλο τον κόσμο, ώστε να τον μεταποιήσει σε Βασιλεία των Ουρανών.
 
Η. Βουλγαράκης
 
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου