Σέ κάθε ἐποχή, ἀλλά καί σήμερα ὁ Κύριος καλεί ὡρισμένους συνανθρώπους μας νά γίνουν κήρυκες τοῦ νόμου Του, ἀφιερωμένοι ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου Του. Δέν καλεῖ ὅλους, ἀλλά ἀπευθύνεται στούς λίγους «ἐκλεκτούς». Ἀπό αὐτούς, λίγοι κατατάσσονται στόν πνευματικό Του στρατό.
Ὁ π. Χαρίτων Πνευματικάκις δέχθηκε αὐτή τήν κλήση καί ἔδωσε γρήγορα δείγματα, πώς ἦταν προωρισμένος γιά κληρικός πού δεν θά ἐξαντλεῖται στά τυπικά ἱερατικά του καθήκοντα, ἀλλά γιά λειτουργός τοῦ Κυρίου, πού θά ἀνοίγεται στόν κόσμο καί θά βγάζει μηνύματα με ἱεραποστολικό ἐνδιαφέρον.
Γεννήθηκε στήν κοινότητα «ΚΕΦΑΛΑ» Ἀποκορώνου Χανίων Κρήτης, σ’ἕνα τόπο ὅπου οἱ περισσότεροι κάτοικοι ἦσαν ἀγρότες, ὅπως καί οἱ γονεῖς του. Ἕνας ἐγγονός τῶν γονέων τοῦ π. Χαρίτωνος ἔλεγε «Τόν παπποῦ μου διέκρινε ἕνα στοιχεῖο ἀρετῆς. Καί οἱ τωρινοί ἄνθρωποι γι’αυτήν τήν ἀρετή του μιλοῦν πολύ. Ἦταν ἡ ἀπεριόριστη φιλοξενία του!
Χιλιάδες ἄνθρωποι εῑχαν φάει καί κοιμήθηκαν σπίτι του εἰδικά σέ δύσκολους καιρούς. Ἄνθρωποι πού καί τώρα συναντῶ… ἀρχίζουν νά δακρύζουν καί νά μοῦ λένε ἀτελείωτες ἱστορίες γιά τή φιλοξενία του. Βοσκούς ἀπό τά Σφακιά πρόθυμα κοίμιζε σπίτι του. Ἔτρωγαν μαζί του καί παρείχε κατευθύνσεις.
Στή συνέχεια ὁ ἐγγονός ἀποκαλύπτει στό κείμενό του ἕνα ἀξιοπρόσεκτο αἴσθημα κοινωνικῆς δικαιοσύνης πού διέκρινε τόν Παπποῦ!
-«Σέ ἕνα μας χωράφι ὁ πατέρας μου (ὁ ἀδελφός τοῦ π. Χαρίτωνος), ὁ Δημήτριος- εἶχε σπείρει κουκιά. Στό διπλανό χωράφι ἕνας χωριανός μέ ἑπτά παιδιά εἶχε σπείρει κι αὐτός κουκιά.
Μιά μέρα ὁ πατέρας μου πιάνει ἕνα 14χρονο παιδί τοῦ γείτονα νά κόβει ἀπό τά δικά μας κουκιά καί τοῦ λέει… «Ἄστα γρήγορα καί φῦγε, πρίν σ’ἀρπάξω». Ἀδειάζει ἀμέσως κάτω τό καλάθι ὁ μικρός, ἀλλά μόλις πήδηξε τό φράχτη κι’ἔνιωσε ἀσφαλής ἄρχισε νά βρίζει τόν πατέρα μου.
Ὁ πατέρας μου, πολύ γρήγορος μέ δύο σάλτα τόν ἔπιασε καί τόν ἔκανε τοῦ ἀλατιοῦ».
Μέ τήν ἐπιστροφή στό σπίτι καί ἀφοῦ μαθεύτηκε τό περιστατικό, ἄρχισε ὁ παπποῦς νά ἐπιπλήττει τόν πατέρα μου, ὄχι μόνο, γιατί ἔδειρε τό παιδί, ἀλλά καί γιατί τοῦ πῆρε καί τα κουκιά.
«Μά δίπλα ἦταν τά δικά τους κουκιά», ἀπολογήθηκε ὁ πατέρας μου.
«Ναί, λέει ὁ παπποῦς, μά αὐτοί εἶναι δέκα στόματα, ἐνῶ ἐμεῖς μόνο τρία».
«Τά δικά τους κουκιά δέν τούς φτάνουν γιά ὅλον τό χρόνο. Τί πρέπει νά γίνει, λοιπόν, ἄν ὁ φτωχός δέ φάει ἀπό τόν πλούσιο, νά πεθάνει τῆς πείνας»; Κί ὅταν ὁ πατέρας τοῦ ἀντέταξε, νά δουλεύει κι’ὁ ἄλλος, ὅπως αὐτός καί νά φυτεύει ὅσα
κουκιά χρειάζεται ἡ ἀποστομωτική ὅσο καί χριστιανική ἀπάντηση τοῦ παπποῦ ἦταν: «Καί ρωτᾶς ἄν ἔχουν ὅσα χωράφια ἔχεις ἐσύ; Καί ἄντε καί ἔχουν καί εἶναι καί ὁ πατέρας τεμπέλης, τά παιδιά τί φταῖνε νά πεθαίνουν τῆς πείνας;
κουκιά χρειάζεται ἡ ἀποστομωτική ὅσο καί χριστιανική ἀπάντηση τοῦ παπποῦ ἦταν: «Καί ρωτᾶς ἄν ἔχουν ὅσα χωράφια ἔχεις ἐσύ; Καί ἄντε καί ἔχουν καί εἶναι καί ὁ πατέρας τεμπέλης, τά παιδιά τί φταῖνε νά πεθαίνουν τῆς πείνας;
Ὁ θεῖος (δηλ. ὁ μετέπειτα Χαρίτων) εἶχε φύγει ἀπό τό χωριό μόλις τελείωσε τό Γυμνάσιο. Οἱ Χριστιανικές του ἀρετές ἐνίσχυσαν περισσότερο τό χαρακτήρα του σέ μιά ἀγαπητική δυναμική, πού δέ θά ἀργοῦσε νά ἀποκαλυφθεῖ.
Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ ἀνηψιός του μᾶς πληροφορεῖ ἡ γιαγιά του, δηλαδή ἡ μητέρα τοῦ π. Χαρίτωνα «Μέ τή γέννησή του… θεώρησε ὁρισμένα περιστατικά σημάδι ἀπό τό Θεό γιά νά τόν ὑπηρετήσει.
Μωρό ἀκόμη τό εἶχε ἀκουμπήσει φασκιωμένο στόν καναπέ κι’αὐτή μαγείρευε στήν κουζίνα… Δίπλα στό μωρό (τό θεῖο μου τόν μετέπειτα π. Χαρίτωνα) ἦταν δεμένη μιά ἀγελάδα. Τότε τίς ἔβαζαν στά σπίτια, ἀπό τό φόβο τῶν κλεπτῶν καί γιά
νά ζεσταίνουν τό σπίτι μέ τά χνῶτα τους. Ἔπεσε ἕνας κεραυνός στή γωνιά τοῦ σπιτιοῦ, πού ἦταν ὁ καναπές.
νά ζεσταίνουν τό σπίτι μέ τά χνῶτα τους. Ἔπεσε ἕνας κεραυνός στή γωνιά τοῦ σπιτιοῦ, πού ἦταν ὁ καναπές.
Τρέχει ἡ γιαγιά μου… καί βλέπει τήν ἀγελάδα σκοτωμένη καί τό μωρό πεταμένο δύο-τρία μέτρα ἀπό τόν καναπέ στό πάτωμα νά κλαίει, ἀλλά νά μήν ἔχει πάθει ἀπολύτως τίποτα! Τό μωρό αὐτό ἦταν ἀργότερα ὁ π. Χαρίτων.
Ἕνα ἄλλο σημάδι πού φύλαγε στήν ψυχή της ἡ μητέρα τοῦ π. Χαρίτωνος προέρχεται ἀπό τήν περίοδο πού φοιτοῦσε στό Γυμνάσιο στό ΒΑΜΟ, ὅπου τά ἕξι χιλιόμετρα γιά μετάβαση καί ἄλλα τόσα γιά ἐπιστροφή τά ἔκανε μέ τά πόδια. Καί ἔπειδή
εἶχαν μάθημα τό ἀπόγευμα, καί ἔτρωγε ὅ,τι τοῦ εἶχε δώσει μαζί ἡ μητέρα του.
εἶχαν μάθημα τό ἀπόγευμα, καί ἔτρωγε ὅ,τι τοῦ εἶχε δώσει μαζί ἡ μητέρα του.
«Μιά μέρα ἡ γιαγιά δέν πρόφθασε νά ζυμώσει καί δέν εἶχε νά δώσει ψωμί στό θεῖο μου. Τοῦ ἔδωσε μιά δραχμή νά πάρει ψωμί. Τό βράδυ αὐτός γύρισε στό σπίτι καί κρατοῦσε ἕνα εἰκονισματάκι τῆς Παναγίας καί τό ἔδειξε στή γιαγιά μου ὅλος
χαρά… «Τό πῆρα μαμά, μέ τή δραχμή πού μοῦ ἔδωσες κάτι νά φάω». Ἐκείνη ἄρχισε νά τόν μαλώνει, πού ἔμεινε νηστικός ὅλη μέρα. Ἐκεῖνος κοίταζε ἐκστατικός τήν εἰκόνα καί τῆς ἔλεγε:
χαρά… «Τό πῆρα μαμά, μέ τή δραχμή πού μοῦ ἔδωσες κάτι νά φάω». Ἐκείνη ἄρχισε νά τόν μαλώνει, πού ἔμεινε νηστικός ὅλη μέρα. Ἐκεῖνος κοίταζε ἐκστατικός τήν εἰκόνα καί τῆς ἔλεγε:
«Κοίτα, μαμά, δέν εἶναι ὡραίο τό εἰκονισματάκι; Αὐτό θά τό ἔχουμε νά τό βλέπουμε κάθε μέρα, εἶναι κάτι πού θά μᾶς μείνει. Δέν ἔφαγα, δέν ἔγινε καί τίποτα, θά φάω τώρα»!
Τό τρίτο αὐτό σημάδι εἶναι καί τό πιό ἀποκαλυπτικό. Αὐτή τήν πεποίθηση εἶχε ἡ μητέρα του, ὅτι κάτι καλό θά βγεῖ ἀπ’αὐτό τό παιδί καί εἶναι γεγονός, γιατί ὁ Θεός τόν προόριζε γιά τήν Ἱεραποστολή.
Ἡ ἴδια ἡ μητέρα του ἔλεγε: Ἦταν ἀνταρτοπόλεμος, ὁ γυιός μου εἶχε ἐπιβιβασθῆ, σέ ἕνα τζίπ τοῦ στρατοῦ μέ ἄλλα τρία ἤ τέσσερα ἄτομα.
Κάποια στιγμή ἀπροσδόκητα ἔπεσαν πάνω σέ μιά νάρκη. Τό τζίπ ἔγινε κομμάτια καί ὅλοι σκοτώθηκαν. Ὁ μετέπειτα Χαρίτων πετάχτηκε ἀπό τήν ἔκρηξη τῶν ἀερίων, χωρίς νά πάθει τίποτα σοβαρό.
Ὅλα αὐτά ἡ μητέρα του τά θεώρησε σημάδια, ὅτι τό παιδί της ἦταν προορισμένο γιά ἱεραπόστολος.
Δέν ἀξιώθηκε νά τόν δεῖ Ἱεραπόστολο στήν Ἀφρική, ἀφοῦ αὐτή πέθανε νωρίτερα πρίν φύγει ὁ γυιός της γιά τήν Ἀφρική. Τό εἶχε ὅμως προαισθανθεῖ.
Τά πράγματα ἀργότερα ἀποκάλυψαν ὅτι ἀπ’αὐτό τό παιδί ἔμελλε νά προκύψουν καρποί άγαθοί. Πέρασε μακριά στήν Ἀφρική γιά νά φέρει: «Τῆς Ὀρθόδοξης πίστης τήν ἀτίμητη δάδα».
Επιμέλεια κειμένου
Χαρίλαος Ἰωάννου
Χαρίλαος Ἰωάννου
Ἀντιπρόεδρος Π.Χ.Ο.Ο.Ι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου