Του Μιχάλη Χριστοδούλου | ||||
| ||||
Τα δύο ταξίδια της Μαρίας Χριστοδούλου στην Αφρική έκαναν πραγματικότητα ένα
δικό της όνειρο ζωής. Από τη μέρα που τη γνώρισα εδώ στη δουλειά, ήταν από τα
πρώτα πράγματα που μου είχε εξομολογηθεί. Επιθυμία της ήταν να βρεθεί στη Μαύρη
Ήπειρο, συγκεκριμένα στην Κένυα, για να δει από κοντά τη ζωή των ανθρώπων εκεί,
την κατάσταση που επικρατεί, τον ξεχωριστό χαρακτήρα της φύσης και ιδιαιτέρως τα
παιδιά, στα οποία έχει μεγάλη αδυναμία από την εποχή που θυμάται τον εαυτό της.
«Θέλω μέσα από τη φωτογραφία να προσφέρω, να κάνω γνωστό στον κόσμο τι συμβαίνει
εκεί, να βοηθηθούν αυτά τα παιδιά», μου έλεγε και ας μην την έπαιρνα στα σοβαρά.
Μερικά χρόνια μετά όμως, όταν μου ανακοίνωσε τον περασμένο Ιανουάριο ότι
αναχωρεί με μια ιεραποστολή από το Παραλίμνι για την Κένυα, διαψεύστηκα και
συνειδητοποίησα ότι η Μαρία δεν είναι μία τυχαία φωτογράφος. Ομολογώ, ότι τότε
τη θαύμασα. Μετά την επιστροφή της από την Κένυα, είδα τις πρώτες της φωτογραφίες και άκουσα με προσοχή τις πρώτες εντυπώσεις της. Έτσι, από τότε προγραμματίζαμε αυτή τη συνέντευξη και παρουσίαση των φωτογραφιών της. Από εκείνη τη στιγμή την κυνηγούσα για μία συνέντευξη, πράγμα που αρνιόταν κατηγορηματικά, λέγοντάς μου ότι δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό της στα περιοδικά, αφού εκείνη είναι αυτή που φωτογραφίζει και σκοπός της είναι να βοηθούνται τα παιδιά. Συμφωνήσαμε να προβάλουμε τα παιδιά της Κένυας και το ανθρωπιστικό έργο της ιεραποστολής στη μακρινή χώρα της Αφρικής. Και όμως μείναμε στη σκέψη και στις συζητήσεις για καιρό. Μερικούς μήνες μετά, η Μαρία ενθουσιασμένη μου ανακοίνωσε ότι έψαξε και έμαθε για τον πάτερα Αντώνιο, ιθαγενή από την Ουγκάντα, ο οποίος σπούδασε και έζησε στην Ελλάδα, ασπάστηκε τον Χριστιανισμό από μικρή ηλικία, μιλά άπταιστα ελληνικά και πραγματοποιεί ένα αξιοθαύμαστο έργο στη βασανισμένη από την πείνα και τη λειψυδρία χώρα του. Επικοινώνησε μάλιστα μαζί του, όπως μου είπε, και ο πάτερ την έφερε αμέσως σε επαφή με δύο νέα παιδιά από την Ουγκάντα, την Τατιάνα και τον Χρυσόστομο, που σπουδάζουν στη Νοσηλευτική Σχολή του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου. Η Μαρία γνωρίστηκε μαζί τους και τον περασμένο Ιούνιο το δεύτερο ταξίδι της στην Αφρική έγινε πραγματικότητα συντροφιά με την Τατιάνα. Προορισμός αυτή τη φορά η Ουγκάντα. Αν και ο χρόνος της είναι πάντοτε περιορισμένος, αφού μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθεί από την Πάφο στη Λάρνακα και από εκεί Λευκωσία και τούμπαλιν, καταφέραμε μετά από πολλές αναβολές και καθυστερήσεις να κάνουμε επιτέλους αυτή τη συνέντευξη. Ίσως βέβαια να ήταν και αχρείαστη, αφού κατά τη διάρκεια τόσο των ταξιδιών της όσο και των συναντήσεων μας δεν έχανα ευκαιρία να τη ρωτώ και εκείνη να μου απαντά πρόθυμα και με ενθουσιασμό με κάθε λεπτομέρεια. Έτσι, μάλλον για εθιμοτυπικούς λόγους, βρεθήκαμε να καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι με ένα μαγνητόφωνο στη μέση και να πραγματοποιούμε τελικά αυτή τη συνέντευξη. Η αμηχανία και των δύο μας, ομολογουμένως, ήταν εμφανής, αφού συνήθως εγώ έκανα τα ρεπορτάζ και η Μαρία φωτογράφιζε. Καμιά φορά μάλιστα, αν είχε χρόνο και δεν έπρεπε να τρέξει για κάποιο άλλο ρεπορτάζ, μου ζητούσε ευγενικά να παρακολουθήσει και τη συνέντευξη, ιδιαίτερα αν επρόκειτο για κάποιο πρόσωπο ή θέμα που την ενδιέφερε. Αν τη χαρακτήριζα δαιμόνια φωτορεπόρτερ δεν θα είχα άδικο και θα συμφωνούσαν όλοι όσοι τη γνωρίζουν, τόσο στο φιλικό όσο και στο επαγγελματικό της περιβάλλον. Η Μαρία είναι πάντα πρόθυμη, καλοπροαίρετη, και με χαμόγελο θα κάνει τα πάντα για να τους εξυπηρετήσει όλους, ακόμα και όταν πρόκειται για φωτογραφίσεις που όπως μου λέει δεν την εκφράζουν. Το πιο δύσκολο ήταν να την πείσω ότι αυτό το αφιέρωμα δεν θα γίνει για την προβολή της ίδιας, πράγμα για το οποίο ήταν κατηγορηματική. Σκοπός μας και επιθυμία της ίδιας ήταν η προβολή του σημαντικού ανθρωπιστικού έργου του πάτερ Αντωνίου στην Ουγκάντα, να βγει προς τα έξω η μεγάλη ανάγκη της χώρας για χρήματα και να γίνει γνωστή η προσπάθεια που γίνεται τελευταία για τη δημιουργία ενός συλλόγου στην Κύπρο, που θα ασχολείται πιο οργανωμένα για τα παιδιά της Ουγκάντα. Ανοίγοντας το μαγνητόφωνο η Μαρία κομπάζει. «Δεν είμαι συνηθισμένη σε αυτό», μου λέει και κοκκινίζει. «Έλα δεν θα πονέσεις», την πειράζω και την ρωτώ αν είναι τελικά τόσο τρελή όσο φαίνεται και γελά. Και η Μαρία γελά, δυνατά, με την ψυχή της πάντοτε. «Η Κένυα ήταν ένας τρόπος να έρθω σε επαφή με την Αφρική, που τόσο ονειρευόμουν. Ήθελα να βρεθώ εκεί, χωρίς να ξέρω ακριβώς τι με περιμένει. Έψαχνα χρόνια, και το ξέρεις, για να κάνω αυτό το ταξίδι». Η τρέλα της Μαρίας για τη δουλειά της είναι εμφανής και στη διάρκεια της συνέντευξης κατάλαβα ότι η φίλη Μαρία είναι εδώ για να μου δώσει τα καλύτερα παραδείγματα ζωής. «Στην Κένυα επισκεφτήκαμε πάρα πολλά σχολεία με τα μέλη της ιεραποστολής». Τι ήταν όμως αυτό που της έκανε εντύπωση και θα θυμάται για πάντα, ήταν το πρώτο πράγμα που θέλησα να τη ρωτήσω. «Τα πάρα πολλά παιδιά στους δρόμους…», μου απάντησε χωρίς να σκεφτεί, «Πάρα πολλά παιδιά να διανύουν μεγάλες αποστάσεις. «Κάποια από αυτά χρειάζεται να περπατήσουν 20 με 30 χιλιόμετρα για να πάνε σχολείο», και δείχνει σαν να το βλέπει ακόμα μπροστά της. «Ξέρεις κάτι», μου λέει, «δεν με ενόχλησε τίποτα από όσα είδα εκεί, διότι ήμουν από χρόνια πριν προετοιμασμένη για όλο αυτό. Εκείνοι οι άνθρωποι δεν νιώθουν δυστυχισμένοι, είναι η καθημερινότητά τους. Δεν έχουν γνωρίσει ποτέ την αντίπερα όχθη για να ξέρουν τι τους λείπει και να λυπούνται. Παρά τις αντιξοότητες της ζωή τους, όλα αυτά τα παιδιά χαμογελούν συνέχεια. Μας προσέγγιζαν επιζητώντας το χάδι και την αγάπη μας. Έτσι, απλά…». Το ταξίδι της στην Κένυα δεν ήταν ικανοποιητικό για την ίδια, όχι ως φωτογράφο αλλά ως άνθρωπο, γι’ αυτό επιζητούσε μια πιο έμπρακτη προσφορά από μέρους της. Μέσα από αυτή της ανάγκη έγινε το ταξίδι στην Ουγκάντα. «Αν και βρισκόμαστε σε ομάδες ως άνθρωποι από μόνοι μας, ο καθένας χωριστά, θα προσφέρει», μου εξηγεί. Τότε κατάλαβα και την «τρέλα» που κουβαλούσε και τον ενθουσιασμό της σε κάθε μας συνεργασία για να προσφέρει και να δώσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. «Δεν περίμενα τίποτα να έρθει να με βρει έτοιμο, έψαξα από μόνη μου και έμαθα για την Ουγκάντα. Δύο εβδομάδες μετά που συνέλεξα τις πληροφορίες που χρειαζόμουν έφυγα. Εκεί, με φιλοξένησε η οικογένεια του πάτερ Αντωνίου, η σύζυγός του Χαριτίνη και τα πέντε τους παιδιά. Ο ίδιος με αγκάλιασε σαν μέλος της οικογένειάς του και δεν ένιωσα ούτε στιγμή ξένη. Ο πάτερ Αντώνιος ζει σε μία κοινότητα έξω από την Καμπάλα, πρωτεύουσα της Ουγκάντα και είναι υπεύθυνος για πέντε συνολικά ενορίες τις οποίες ο ίδιος δημιούργησε με τη βοήθεια άλλων ιερωμένων από την Κρήτη και τη Ρόδο. Πρόκειται για ορθόδοξες ενορίες, όπου ζουν πολλά παιδιά και μερικά ακόμα είναι αβάπτιστα. Με αγάπη ανέλαβε να με ξεναγήσει σε όλες τις ενορίες και τα οικοτροφεία για να ζήσω από κοντά την καθημερινότητά τους. Το έργο του είναι πάρα πολύ μεγάλο και του υποσχέθηκα ότι με την επιστροφή μου στην Κύπρο θα προγραμματίσω μια έκθεση, όπου όλα τα χρήματα θα διατεθούν για το ιεραποστολικό του έργο. Εκεί, πρόσεξα ότι ασύνειδα φωτογράφιζα μόνο παιδιά, τον τρόπο που ζουν την καθημερινότητά τους, τη ζωή τους στα σχολεία και στα οικοτροφεία». Ο πανικός της πόλης και τα πολλά παιδιά που συναντούσε παντού στους δρόμους είναι το στοιχείο που την εντυπωσίασε στην Ουγκάντα και φυσικά το χαμόγελο των φιλόξενων ανθρώπων της μακρινής χώρας. «Δεν βλέπεις ορφανά στις πόλεις. Τα βλέπεις με τους δικούς τους. Οι Ουγκαντέζοι κάνουν πάρα πολλά παιδιά, από μικρή ηλικία οι κοπέλες γίνονται μητέρες και αυτό είναι πολύ παράξενο για μένα. Δεν υπάρχει περίπτωση να δεις γυναίκα στο δρόμο χωρίς μωρό», μου εξηγεί. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μας η φράση που ακουγόταν συνέχεια από το στόμα της Μαρίας ήταν: «Πάρα πολλά μωρά, παντού, μόνα τους να περπατούν, πάρα πολλά…», και χαμογελούσε. Το όνειρο της έκθεσης
«Μία έκθεση φωτογραφίας» μου εξομολογείται η Μαρία «θα
είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος από μέρους μου να συμβάλλω και εγώ στην προσπάθεια
αυτή του πάτερ Αντωνίου. Αν και επισκέφθηκα και την Κένυα πρόσφατα, η σχέση μου
πια με την Ουγκάντα είναι διαφορετική», μου εκμυστηρεύεται και συγκινείται. Μέσω
της έκθεση αυτής, που η Μαρία την προγραμματίζει για την ερχόμενη άνοιξη, αν
βέβαια βρεθούν κάποιοι χορηγοί, όπως είπε, επιθυμεί πέραν από τη συγκέντρωση
χρημάτων για τα παιδιά να γίνει και γνωστό σε εμάς εδώ στην Κύπρο το πρόβλημα
της Ουγκάντας και το έργο του πάτερα Αντωνίου. «Τα παιδιά εκεί δεν έχουν ρεύμα,
τηλεόραση, νερό… δεν έχουν παπούτσια, περπατούν ξυπόλητα στο δρόμο, χωρίς όμως
όλο αυτό να τους καθιστά δυστυχισμένους. Χαμογελούν… χαμογελούν συνέχεια», μου
εξηγεί η Μαρία.
Τον ερχόμενο Ιανουάριο προγραμματίζει ακόμα ένα ταξίδι για την Ουγκάντα που
θα είναι και πάλι φιλοξενούμενη του πάτερ Αντωνίου, ανταποδίδοντάς του έτσι τη
δική του πρόσφατη επίσκεψη στο νησί μας. Εκεί, θα έχει ξανά την ευκαιρία να
απαθανατίσει πάλι τα παιδιά και τα χαμόγελα της Ουγκάντα, εξασφαλίζοντας έτσι
μεγαλύτερο και ποιοτικότερο υλικό για την έκθεση που υπολογίζει και ονειρεύεται
να πραγματοποιήσει την ερχόμενη άνοιξη.Info Εισφορές για την Ουγκάντα γίνονται στην Τράπεζα Κύπρου, στον λογαριασμό 00552-00-004597. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το θέμα της υιοθεσίας μπορείτε να βρείτε στο τηλέφωνο 99873499. www.kathimerini.com.cy Από το περιοδικό "Κ" http://www.kathimerini.com.cy/index.php?pageaction=kat&modid=1&artid=56727 |
Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013
Φωτογραφίζοντας τα χαμόγελα της Αφρικής... Οδοιπορικό μέσα από το φωτογραφικό φακό της Μαρίας Χριστοδούλου σε Κένυα και Ουγκάντα (2011)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου